Η λέξη "length" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "length" είναι /lɛŋkθ/.
Η λέξη "length" αναφέρεται στο μέγεθος ή την απόσταση ενός αντικειμένου από την μία άκρη του στην άλλη. Χρησιμοποιείται κυρίως στον επιστημονικό και μαθηματικό λόγο, αλλά εμφανίζεται και σε καθημερινές συνομιλίες. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή και χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, αλλά και στον προφορικό λόγο.
Το μήκος του τραπεζιού είναι πέντε πόδια.
She measured the length of the rope before cutting it.
Μετάτρεψε το μήκος του σκοινιού πριν το κόψει.
The length of the marathon is 26.2 miles.
Η λέξη "length" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά:
Έκανε μεγάλες προσπάθειες για να είναι επιτυχημένο το πάρτι.
At length
Συζητήσαμε το έργο διεξοδικά πριν πάρουμε απόφαση.
Lengthy explanation
Έδωσε μια εκτενή εξήγηση για την νέα πολιτική.
The length of one’s rope
Πρέπει να ξέρεις πότε να τραβήξεις πίσω τα όρια σου μαζί του.
Length of time
Η λέξη "length" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη "length," η οποία προέρχεται από την Γερμανική ρίζα "*lang" που σημαίνει "μακρύς".