Leptome είναι όρος που χρησιμοποιείται κυρίως στη βιολογία και την ιατρική, και αναφέρεται σε έναν τύπο ιστού ή δομής.
/ˈlɛptoʊm/
Δεν υπάρχουν άμεσες μεταφράσεις για τη λέξη "leptome" στα ελληνικά, καθώς είναι ένας εξειδικευμένος όρος. Ωστόσο, μπορεί να σχετίζεται με λέξεις όπως "λεπτός" ή "λεπτή δομή".
Η λέξη leptome προέρχεται από τον τομέα της βιολογίας και ειδικότερα αναφέρεται σε λεπτές ή μακρινές δομές που μπορεί να βρουν εφαρμογή στον τομέα των φυτών ή των ιστών εν γένει. Η χρήση της είναι περισσότερο τεχνική και παρατηρείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε επιστημονικές δημοσιεύσεις.
Η δομή του leptome είναι ζωτικής σημασίας για τη μεταφορά θρεπτικών ουσιών στο φυτό.
Researchers have discovered that the leptome plays a crucial role in plant physiology.
Η λέξη leptome δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά λόγω της εξειδικευμένης φύσης της. Ωστόσο, το θέμα της λεπτότητας ή της ευθραυστότητας συχνά αναφέρεται σε ιδιωματικές εκφράσεις:
Μην εμπλέκεσαι πολύ στις λεπτομέρειες όπως το leptome του επιχείρηματος.
Sometimes, the leptome of the project is what makes it fragile.
Η λέξη leptome προέρχεται από την ελληνική λέξη "λεπτός," που σημαίνει "λεπτός" ή "λεπτή δομή". Συγκεκριμένα αναφέρεται σε λεπτές τρισδιάστατες ή δισδιάστατες δομές.
Συνώνυμα: - Αδράνεια, λεπτή δομή.
Αντώνυμα: - Παχύ, στιβαρός.
Αυτή η ανάλυση για τον όρο leptome ελπίζω να καλύπτει τις ανάγκες σας με σαφή και ολοκληρωμένο τρόπο!