let - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

let (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "let" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/let/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Το "let" χρησιμοποιείται για να σηματοδοτήσει την επιθυμία ή την άδεια να γίνει κάτι. Στην αγγλική γλώσσα, λειτουργεί συχνά ως ρήμα που υποδηλώνει την ιδέα της επιτρέπω ή της απελευθέρωσης. Η χρήση του είναι συχνή και μπορεί να παρατηρηθεί τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στον γραπτό λόγο, με μια ελαφριά προτίμηση στη συνομιλία.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Let me know if you need any help.
    (Άφησέ με να ξέρω αν χρειάζεσαι βοήθεια.)

  2. They let us stay longer at the party.
    (Μας άφησαν να μείνουμε περισσότερο στο πάρτι.)

  3. Let’s go for a walk in the park.
    (Ας πάμε για μια βόλτα στο πάρκο.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "let" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "let" προέρχεται από την αρχαία αγγλική λέξη "lætan", που έχει ρίζες στη γερμανική γλώσσα, με τη σημασία του να επιτρέπει ή να αφήνει.

Συνώνυμα και Αντώνυμα



25-07-2024