Το "let" είναι ρήμα.
/let/
Το "let" χρησιμοποιείται για να σηματοδοτήσει την επιθυμία ή την άδεια να γίνει κάτι. Στην αγγλική γλώσσα, λειτουργεί συχνά ως ρήμα που υποδηλώνει την ιδέα της επιτρέπω ή της απελευθέρωσης. Η χρήση του είναι συχνή και μπορεί να παρατηρηθεί τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στον γραπτό λόγο, με μια ελαφριά προτίμηση στη συνομιλία.
Let me know if you need any help.
(Άφησέ με να ξέρω αν χρειάζεσαι βοήθεια.)
They let us stay longer at the party.
(Μας άφησαν να μείνουμε περισσότερο στο πάρτι.)
Let’s go for a walk in the park.
(Ας πάμε για μια βόλτα στο πάρκο.)
Το "let" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις.
Let sleeping dogs lie.
(Άφησε τους κοιμισμένους σκύλους να κοιμούνται.)
Σημαίνει να μην ανακατεύεσαι σε παλιές υποθέσεις που θα μπορούσαν να προκαλέσουν προβλήματα.
Let it go.
(Άφησέ το να φύγει.)
Σημαίνει να μην κρατάς πικρίες ή αρνητικά συναισθήματα.
Let the cat out of the bag.
(Άφησε την γάτα να βγει από την τσάντα.)
Σημαίνει να αποκαλύψεις ένα μυστικό ή πληροφορία που έπρεπε να κρατηθεί μυστική.
Let the chips fall where they may.
(Άφησε τις νότες να πέσουν όπου θα πέσουν.)
Σημαίνει να αφήσεις τα πράγματα να εξελιχθούν όπως θα εξελιχθούν, χωρίς να ανησυχείς για το αποτέλεσμα.
Let’s cross that bridge when we come to it.
(Ας διασχίσουμε αυτή τη γέφυρα όταν φτάσουμε σε αυτήν.)
Σημαίνει να μη σκεφτόμαστε ένα προβληματισμό μέχρι να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση.
Η λέξη "let" προέρχεται από την αρχαία αγγλική λέξη "lætan", που έχει ρίζες στη γερμανική γλώσσα, με τη σημασία του να επιτρέπει ή να αφήνει.