lethal - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

lethal (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Lethal είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/ˈliːθəl/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "lethal" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει θάνατο ή να είναι εξαιρετικά επιβλαβές. Χρησιμοποιείται συχνά στα πλαίσια ιατρικής, νομικής και στρατιωτικής γλώσσας. Η χρήση της ποικίλλει, αν και είναι πιο συχνή στο γραπτό λόγο, σε περιγραφές και αναλύσεις. Στον προφορικό λόγο, μπορεί να χρησιμοποιείται σε συζητήσεις σχετικά με την υγεία ή την ασφάλεια.

Παραδείγματα Προτάσεων

  1. The poison was lethal in small doses.
  2. Το δηλητήριο ήταν θανατηφόρο σε μικρές δόσεις.

  3. He was involved in a lethal accident on the highway.

  4. Ήταν εμπλεκόμενος σε ένα φονικό ατύχημα στον αυτοκινητόδρομο.

  5. They developed a new lethal weapon for the military.

  6. Ανέπτυξαν ένα νέο φονικό όπλο για τον στρατό.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "lethal" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, όμως υπάρχει η χρήση της σε σχόλια ή φράσεις που δείχνουν σοβαρότητα ή κίνδυνο.

  1. Lethal combination
  2. This party is a lethal combination of alcohol and bad decisions.
  3. Αυτή η γιορτή είναι ένας θανατηφόρος συνδυασμός αλκοόλ και κακών αποφάσεων.

  4. Lethal dose

  5. Taking more than the recommended amount of medication can lead to a lethal dose.
  6. Η λήψη περισσότερης από την προτεινόμενη δόση φαρμάκου μπορεί να οδηγήσει σε θανατηφόρα δόση.

  7. Lethal force

  8. The police are allowed to use lethal force only in extreme situations.
  9. Η αστυνομία επιτρέπεται να χρησιμοποιεί θανατηφόρα βία μόνο σε ακραίες καταστάσεις.

Ετυμολογία

Η λέξη "lethal" προέρχεται από το λατινικό "letalis", που σημαίνει "θανατηφόρος" και σχετίζεται με το "letum", που σημαίνει "θάνατος".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Deadly - Fatal - Mortal

Αντώνυμα: - Harmless - Benign - Nonlethal



25-07-2024