Ο συνδυασμός λέξεων "lethal radiation dose" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/ˈliːθəl ˌreɪˈdeɪʃən doʊs/
Ο όρος "lethal radiation dose" αναφέρεται στη συγκεκριμένη ποσότητα ακτινοβολίας που είναι ικανή να προκαλέσει θάνατο σε έναν οργανισμό. Συνήθως χρησιμοποιείται στον τομέα της ιατρικής, της βιολογίας, και της πυρηνικής φυσικής. Η χρήση του είναι πιο συχνή στο γραπτό λόγο, ιδίως σε επιστημονικά και ιατρικά κείμενα.
Οι επιστήμονες καθόρισαν τη θανατηφόρα δόση ακτινοβολίας για το πείραμα.
Exposure to a lethal radiation dose can result in severe health consequences.
Η έκθεση σε μια θανατηφόρα δόση ακτινοβολίας μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία.
Understanding the lethal radiation dose is crucial for safety protocols in nuclear facilities.
"Να παίζεις με τη θανατηφόρα δόση ακτινοβολίας" σημαίνει να δρἀς απερίσκεπτα σε μια επικίνδυνη κατάσταση.
"Push the limits of lethal radiation dose" – Challenge what is considered safe.
"Να ξεπερνάς τα όρια της θανατηφόρας δόσης ακτινοβολίας" σημαίνει να αμφισβητείς αυτό που θεωρείται ασφαλές.
"Teeter on the edge of lethal radiation dose" – To be on the verge of facing danger.
Η λέξη "lethal" προέρχεται από την λατινική λέξη "letalis," που σημαίνει "θανάσιμος." Η λέξη "radiation" προέρχεται από το λατινικό "radiatio," το οποίο σημαίνει "ακτινοβολία" ή "φωτισμός." Η λέξη "dose" προέρχεται από τη λατινική "dosis," που σημαίνει "δόση" ή "παροχή."
Αυτός ο συνδυασμός λέξεων έχει πολλές εφαρμογές στον τομέα της επιστημονικής έρευνας και είναι σημαντικός για την κατανόηση των κινδύνων της ακτινοβολίας.