Leucotrope είναι ένα ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˌljuːkəˈtroʊp/
Η λέξη "leucotrope" αναφέρεται συχνά σε φαινομενικές ή θεωρητικές έννοιες που σχετίζονται με την ικανότητα κάποιου ή κάτι να απορροφά ή να διαχέει λευκό φως ή χρώματα. Είναι κυρίως τεχνική και χρησιμοποιείται σε επιστημονικά κείμενα σχετικά με την οπτική ή φυσική.
Η λέξη "leucotrope" χρησιμοποιείται σπάνια και κυρίως στον γραπτό λόγο, ειδικότερα σε ακαδημαϊκά και τεχνικά περιβάλλοντα. Δεν είναι μια κοινή λέξη στον προφορικό λόγο, γεγονός που περιορίζει τη συχνότητά της.
Ο επιστήμονας μελέτησε τις ιδιότητες του λευκότροπου υπό διάφορες συνθήκες φωτισμού.
In photonics, the leucotrope plays a crucial role in light manipulation.
Η λέξη "leucotrope" δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη ως τμήμα ιδιωματικών εκφράσεων στην αγγλική γλώσσα. Παρ' όλα αυτά, μπορούμε να σας δώσουμε μερικά παραδείγματα φράσεων που περιλαμβάνουν τη λέξη:
Η κατανόηση της συμπεριφοράς ενός λευκότροπου μπορεί να προάγει την τεχνολογία μας.
The application of leucotrope properties can lead to new innovations in lighting.
Η εφαρμογή των ιδιότητων του λευκότροπου μπορεί να οδηγήσει σε νέες καινοτομίες στον φωτισμό.
In recent studies, leucotropes have shown an ability to enhance color perception.
Η λέξη "leucotrope" προέρχεται από το ελληνικό "λευκός" (leukos), που σημαίνει "λευκό", και "τροπή" (tropos), που σημαίνει "στροφή" ή "κατεύθυνση". Αυτή η σύνθεση αναφέρεται στην ικανότητα διαχείρισης του φωτός ή των χρωμάτων.
Συνώνυμα: - λευκή απορρόφηση (white absorption) - λευκή διασπορά (white dispersal)
Αντώνυμα: - μελανότροπος (black trope), αν και είναι λιγότερο συνηθισμένο και αυτό στην τεχνική ορολογία.
Η λέξη "leucotrope" είναι αρκετά εξειδικευμένη και συνήθως περιορίζεται σε ακαδημαϊκούς κύκλους.