Το "levacar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "levacar" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /lɛvəˈkɑr/.
Η λέξη "levacar" δεν έχει άμεση μετάφραση στα Ελληνικά, αλλά μπορεί να κατανοηθεί ως μια έννοια της ένδυσης ή της μεταφοράς κάτι σε κάποιον άλλο.
Η λέξη "levacar" αναφέρεται κυρίως στη διαδικασία ανύψωσης ή μεταφοράς βάρους, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε φυσικά, μεταφορικά ή συναισθηματικά πλαίσια. Η χρήση της στη γλώσσα των Αγγλικών είναι πιο συχνά γραπτή παρά προφορική, κυρίως σε τεχνικά ή ειδικευμένα κείμενα.
He had to levacar the heavy box to the top shelf.
Έπρεπε να ανυψώσει το βαρύ κουτί στη πάνω ράφα.
When moving, we need to levacar all the furniture.
Όταν μετακομίζουμε, πρέπει να ανυψώσουμε όλα τα έπιπλα.
Η λέξη "levacar" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά. Ωστόσο, μπορεί να εμφανιστεί σε πιο συνδυασμένα ή τεχνικά κείμενα.
It's time to levacar our spirits after a long week.
Ήρθε η ώρα να ανυψώσουμε το ηθικό μας μετά από μια μακριά εβδομάδα.
To levacar the burden of expectations, one must find inner peace.
Για να ανυψωθεί το βάρος των προσδοκιών, πρέπει να βρει κανείς την εσωτερική ειρήνη.
He tried to levacar his mood by listening to music.
Προσπάθησε να ανυψώσει τη διάθεσή του ακούγοντας μουσική.
Η λέξη "levacar" προέρχεται από το λατινικό "levare", που σημαίνει "ανυψώνω".
Συνώνυμα: elevate, lift, raise
Αντώνυμα: lower, drop, diminish