Ρήμα
/lɛv/
Το ρήμα "leve" ή "lev" στην Αγγλική γλώσσα χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την πράξη της ανύψωσης ή της αλλαγής θέσης ενός αντικειμένου από μια χαμηλότερη σε μια υψηλότερη θέση. Η λέξη χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η φυσική, η μηχανική, και η καθημερινή ομιλία. Συνήθως χρησιμοποιείται συχνά στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί και στον προφορικό.
Η λέξη χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτή μορφή και μπορεί να εμφανίζεται σε επιστημονικά και τεχνικά κείμενα.
Θα ανασηκώσω το κουτί στο τραπέζι.
Please leve your shoes outside the door.
Η λέξη "leve" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχει η χρήση της σε πιο τεχνικά ή συγκεκριμένα πλαίσια.
Πρέπει να ανασηκώσεις τις προσδοκίες σου ψηλά.
"He couldn’t leve the matter alone."
Η λέξη "leve" προέρχεται από την παλαιοαγγλική λέξη "lefan" που σημαίνει "να αφήσω", και σχετίζεται με τη γερμανική ρίζα "laub" που σημαίνει "αφήνω".