Level measuring είναι ένα ουσιαστικό.
/ˈlɛvəl ˈmɛʒərɪŋ/
Το "level measuring" αναφέρεται στη διαδικασία ή τη μέθοδο που χρησιμοποιείται για να προσδιοριστεί το επίπεδο ενός υγρού, του εδάφους, ή οποιουδήποτε άλλου στοιχείου σε σχέση με μια προκαθορισμένη αναφορά. Συνήθως, αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται σε περιβάλλοντα μηχανικής ή επιστήμης, όπου είναι σημαντικό να κατανοηθεί το επίπεδο διάφορων παραμέτρων. Η συχνότητα χρήσης της είναι πιο συνηθισμένη σε τεχνικό και γραπτό περιβάλλον.
Η συσκευή μέτρησης επιπέδου χρειάζεται βαθμονόμηση πριν τη χρήση.
Accurate level measuring is crucial in construction projects.
Το "level measuring" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τη μέτρηση και την αξία. Ακολουθούν 2-3 παραδείγματα:
Στον κόσμο της μηχανικής, η μέτρηση επιπέδου μπορεί να καθορίσει την επιτυχία ή την αποτυχία ενός έργου.
The facility uses advanced level measuring systems to ensure quality control.
Η εγκατάσταση χρησιμοποιεί προηγμένα συστήματα μέτρησης επιπέδου για να εξασφαλίσει τον έλεγχο ποιότητας.
When designing tanks, level measuring technology is essential.
Ο όρος "level" προέρχεται από τη μεσαιωνική Αγγλική λέξη "levell", που σημαίνει "ίσο" ή "οριζόντιο", και η λέξη "measuring" προέρχεται από τη λατινική λέξη "metiri" που σημαίνει "να μετράω".
Συνώνυμα: - Level assessment - Level determination - Level evaluation
Αντώνυμα: - Level variance - Level displacement - Level inconsistency