Ο όρος "level-pegging" είναι ουσιαστικό.
/ˈlɛvəlˌpɛɡɪŋ/
Η λέξη "level-pegging" χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικά και πολιτικά συμφραζόμενα για να περιγράψει μια κατάσταση όπου δύο ή περισσότερες οντότητες ή παράγοντες διατηρούνται σε ήπια ισορροπία ή ίσα επίπεδα. Χρησιμοποιείται συνήθως σε γραπτά κείμενα και οικονομικές αναλύσεις, μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο σε πιο εξειδικευμένα περιβάλλοντα.
In the current market conditions, companies are engaged in level-pegging to maintain their competitive edge.
Στις τρέχουσες αγοραίες συνθήκες, οι εταιρίες συμμετέχουν σε ισοσκελία για να διατηρήσουν το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα.
The government aims for level-pegging between different regions to ensure equitable distribution of resources.
Η κυβέρνηση στοχεύει σε εξισωτικό επίπεδο μεταξύ διαφορετικών περιοχών για να εξασφαλίσει δίκαιη κατανομή πόρων.
Η έκφραση "level-pegging" έχει περιορισμένη χρήση σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να αναφερθούμε σε καταστάσεις ελέγχου και ισορροπίας:
The teams are level-pegging in the standings, making this weekend's match crucial.
Οι ομάδες είναι ισόπαλες στην κατάταξη, καθιστώντας τον αγώνα του Σαββατοκύριακου κρίσιμο.
While negotiating, they found a level-pegging to agree on the terms.
Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, βρήκαν ένα επίπεδο εξισωτικής συμφωνίας για τους όρους.
Both parties were level-pegging throughout the discussions, leading to a fair outcome.
Και οι δύο πλευρές ήταν σε ισοσκελία καθ' όλη τη διάρκεια των συζητήσεων, οδηγώντας σε δίκαιο αποτέλεσμα.
Ο όρος "level-pegging" προέρχεται από τις λέξεις “level” (επίπεδο) και “pegging” (εξισορρόπηση ή σταθεροποίηση), που αναφέρονται σε μια διαδικασία που διατηρεί τις οντότητες σε ίσες βάσεις.
Συνώνυμα: - ισοσκελία - εξισορρόπηση - ισότητα
Αντώνυμα: - ανισότητα - διαφορά - ασυμμετρία
Αυτή η ανάλυση καλύπτει τις κυριότερες πτυχές της λέξης "level-pegging", αναδεικνύοντας τη σημασία, τη χρήση της και τις σχετικές εκφράσεις μέσα στη γλώσσα.