Η φράση "leveling course" αποτελεί ουσιαστικό συγκείμενο.
/ˈlɛv.əl.ɪŋ kɔːrs/
Η φράση "leveling course" αναφέρεται σε ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα που έχει σχεδιαστεί για να εξομοιώσει ή να βελτιώσει τις γνώσεις των μαθητών έτσι ώστε να μπορούν να παρακολουθούν ένα συγκεκριμένο επίπεδο σπουδών ή μαθημάτων. Χρησιμοποιείται κυρίως σε εκπαιδευτικά πλαίσια που στοχεύουν την προετοιμασία μαθητών για πιο προχωρημένα μαθήματα ή ενότητες. Στην αγγλική γλώσσα, η χρήση της είναι συχνότερη σε γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
Many students enroll in a leveling course before starting their college studies.
Πολλοί μαθητές εγγράφονται σε ένα σεμινάριο εξομοίωσης πριν ξεκινήσουν τις σπουδές τους στο κολλέγιο.
The school offers a leveling course to help students catch up with their peers.
Το σχολείο προσφέρει ένα διδακτικό σεμινάριο εξομοίωσης για να βοηθήσει τους μαθητές να συμβαδίζουν με τους συμμαθητές τους.
A successful completion of the leveling course is required to enter advanced classes.
Η επιτυχής ολοκλήρωση του μαθησιακού προγράμματος εξομοίωσης απαιτείται για να εισέλθουν οι μαθητές σε προχωρημένα μαθήματα.
Η φράση "leveling course" δεν έχει πολλές συνάψεις με ευρέως χρησιμοποιούμενες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά άλλες φράσεις μπορεί να είναι σημαντικές:
"Take your education to the next level with a leveling course."
"Αναβαθμίστε την εκπαίδευσή σας στο επόμενο επίπεδο με ένα σεμινάριο εξομοίωσης."
"Before taking any advanced subjects, it's wise to complete a leveling course."
"Πριν παρακολουθήσετε προχωρημένα μαθήματα, είναι σοφό να ολοκληρώσετε ένα διδακτικό σεμινάριο εξομοίωσης."
"The leveling course really helped bridge the gap in knowledge."
"Το σεμινάριο εξομοίωσης πραγματικά βοήθησε να γεφυρωθεί το χάσμα στη γνώση."
"Students often find that a leveling course can enhance their confidence."
"Οι μαθητές συχνά διαπιστώνουν ότι ένα μαθησιακό πρόγραμμα εξομοίωσης μπορεί να ενισχύσει την αυτοπεποίθησή τους."
"A leveling course provides essential skills for future success."
"Ένα σεμινάριο εξομοίωσης παρέχει βασικές δεξιότητες για μελλοντική επιτυχία."
Η λέξη "leveling" προέρχεται από το ρήμα "level", που σημαίνει "να εξομαλύνω" ή "να ισοπεδώνω", και το "course" προέρχεται από το γαλλικό "cours", που σημαίνει "μονοπάτι" ή "κατεύθυνση" στην εκπαίδευση.
Συνώνυμα: - Remedial course (διορθωτικό σεμινάριο) - Foundations course (μαθημάτων βάσεων)
Αντώνυμα: - Advanced course (προχωρημένο μάθημα) - Expert course (μάθημα για ειδικούς)