Levirate: ουσιαστικό
/ˈlɛvəreɪt/
Το levirate αναφέρεται σε μια κοινωνική ή πολιτισμική πρακτική όπου ένας άνδρας παντρεύεται τη χήρα του αδελφού του, προκειμένου να διατηρήσει τη γραμμή της οικογένειας ή να προστατεύσει τα δικαιώματα της χήρας. Αυτή η πρακτική είναι συνήθως συναντώμενη σε πολιτισμούς όπου η οικογενειακή συνέχεια και οι κληρονομιές είναι κρίσιμης σημασίας. Η χρήση της λέξης είναι περισσότερο συνηθισμένη στο γραπτό πλαίσιο, ιδίως σε συζητήσεις σχετικά με την ανθρωπολογία, τον πολιτισμό και την ιστορία.
In ancient societies, levirate marriage was a common practice.
Στις αρχαίες κοινωνίες, ο λεβιρατισμός ήταν μια συνηθισμένη πρακτική.
The levirate tradition allowed for the continuation of a family line.
Η λεβιρατική παράδοση επέτρεπε τη συνέχιση της οικογενειακής γραμμής.
Many cultures still observe levirate customs today.
Πολλές κουλτούρες εξακολουθούν να παρατηρούν λεβιρατικούς κανόνες σήμερα.
Δεν υπάρχουν πολλές γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν το "levirate", δεδομένου ότι η λέξη είναι εξειδικευμένη και δεν χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή γλώσσα. Ωστόσο, μπορεί να αναφέρεται σε πλαίσια συζητήσεων για τις οικογενειακές παραδόσεις και τις κοινωνικές πρακτικές.
θ για παράδειγμα:
1. The concept of levirate marriage can be controversial in modern times.
Η έννοια του λεβιρατικού γάμου μπορεί να είναι αμφιλεγόμενη στις σύγχρονες εποχές.
Η λέξη levirate προέρχεται από το λατινικό "levir", το οποίο σημαίνει "αδελφός του συζύγου". Η έννοια έχει ιστορικές ρίζες σε πολλές αρχαίες κοινωνίες, όπως η ελληνική και η ρωμαϊκή, και καταγράφεται σε κείμενα της βιβλικής εποχής.
Polyandry (σε ορισμένα πολιτιστικά πλαίσια)
Αντώνυμα:
Αυτή η περιγραφή παρέχει ολοκληρωμένες πληροφορίες σχετικά με τη λέξη "levirate" και τις συνέπειές της στον πολιτισμό και τη γλώσσα.