Ρήμα (noun)
/ˈlaɪər/
Η λέξη "liar" αναφέρεται σε ένα άτομο που λέει ψέματα, δηλαδή δεν είναι ειλικρινές και αναφέρει πληροφορίες που δεν αντικατοπτρίζουν την αλήθεια. Συνήθως χρησιμοποιείται σε αρνητικό πλαίσιο και αναφέρεται σε άτομα που έχουν την τάση να παραποιούν την αλήθεια ή να κατασκευάζουν γεγονότα.
Η λέξη είναι κοινή στην αγγλική γλώσσα και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό. Ωστόσο, εμφανίζεται συχνότερα σε προφορικές καταστάσεις που αφορούν προσωπικές σχέσεις ή κοινωνικές αλληλεπιδράσεις.
Η λέξη "liar" εμφανίζεται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα, που ενδέχεται να μην συνδέονται άμεσα με την έννοια της λέξης αλλά δηλώνουν μια κατάσταση που σχετίζεται με ψέματα ή απάτες.
A pathological liar can’t help but lie, even when it’s not necessary.
(Ένας παθολογικός ψεύτης δεν μπορεί να μην λέει ψέματα, ακόμα και όταν δεν είναι απαραίτητο.)
"Liar, liar, pants on fire"
(Ψεύτης, ψεύτης, οι παντελόνες του καίγονται)
This phrase is used to call someone out for lying playfully.
(Αυτή η φράση χρησιμοποιείται για να καλέσεις κάποιον που λέει ψέματα με παιχνιδιάρικο τρόπο.)
"Liars figure and figures lie"
(Οι ψεύτες υπολογίζουν και οι αριθμοί λένε ψέματα)
This means that one can manipulate data to mislead others.
(Αυτό σημαίνει ότι κάποιος μπορεί να χειραγωγήσει δεδομένα για να παραπλανήσει άλλους.)
"An honest liar"
(Ένας ειλικρινής ψεύτης)
Η λέξη "liar" προέρχεται από το παλαιό αγγλικό "leogair", που σημαίνει "να ψεύδεται" και σχετίζεται με τη λέξη "lie" (ψέμα).
Συνώνυμα: - Fabricator (δημιουργός ψεμάτων) - Prevaricator (εκκρεμής)
Αντώνυμα: - Truth-teller (αληθινολόγος) - Honest person (ειλικρινής άτομο)