Η λέξη "licence" (ή "license" στην αμερικανική αγγλική) είναι ουσιαστικό και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως ρήμα.
/ˈlaɪ.səns/
Η λέξη "licence" αναφέρεται σε μια επίσημη άδεια ή έγγραφο που επιτρέπει σε κάποιον να ασκήσει συγκεκριμένες δραστηριότητες, όπως οδήγηση, επαγγελματικές ή εμπορικές δραστηριότητες. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και διοικητικά πλαίσια.
He needs to renew his driving licence before next month.
(Πρέπει να ανανεώσει την άδεια οδήγησής του πριν από τον επόμενο μήνα.)
Without a proper licence, you cannot operate a vehicle legally.
(Χωρίς μια σωστή άδεια, δεν μπορείτε να χειριστείτε ένα όχημα νόμιμα.)
The restaurant obtained a licence to serve alcohol.
(Το εστιατόριο απέκτησε άδεια να σερβίρει αλκοόλ.)
Η λέξη "licence" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
The spy was given a licence to kill in order to complete his mission.
(Ο κατάσκοπος έλαβε άδεια να σκοτώσει για να ολοκληρώσει την αποστολή του.)
Give someone a licence
His success gave him a licence to be more creative in his work.
(Η επιτυχία του του έδωσε άδεια να είναι πιο δημιουργικός στη δουλειά του.)
Revoked licence
After numerous violations, her driving licence was revoked.
(Μετά από πολλές παραβάσεις, η άδεια οδήγησής της ανακλήθηκε.)
Freedom licence
Η λέξη "licence" προέρχεται από το Λατινικό "licentia", που σημαίνει ελευθερία ή άδεια. Εξαιτίας της χρήσης της σε νομικά και διοικητικά πλαίσια, έχει διατηρήσει αυτή τη σημασία από τον Μεσαίωνα μέχρι σήμερα.
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν τις βασικές πτυχές της λέξης "licence" και τη χρήση της στη γλώσσα Αγγλικά.