Ο όρος "licensed premises" είναι μια φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/ˈlaɪsənst ˈprɛmɪsɪz/
Ο όρος "licensed premises" αναφέρεται σε χώρους που έχουν λάβει άδεια από τη σχετική αρχή για να πωλούν αλκοολούχα ποτά, όπως μπαρ, εστιατόρια ή νυχτερινά κέντρα. Αυτοί οι χώροι υπόκεινται σε συγκεκριμένους κανονισμούς και περιορισμούς που αφορούν την πώληση και κατανάλωση αλκοόλ.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά και διοικητικά συμφραζόμενα και είναι πιο κοινός στο γραπτό πλαίσιο.
Συχνότητα χρήσης: Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενος σε επίσημα ή νομοθετικά κείμενα παρά στον καθημερινό προφορικό λόγο.
"Το νέο καφέ υποβάλλει αίτηση για άδεια λειτουργίας ως αδειοδοτημένος χώρος."
"In the city, all licensed premises must close by 2 AM."
"Στην πόλη, όλοι οι αδειοδοτημένοι χώροι πρέπει να κλείνουν μέχρι τις 2 π.μ."
"He works as a security guard in several licensed premises."
Ο όρος "licensed premises" δεν είναι πολύ κοινός σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να παρατηρηθούν κάποιες σχετικές φράσεις:
"Οι κανονισμοί για τις αδειοδοτημένες εγκαταστάσεις είναι αυστηροί για να αποτρέπουν την κατανάλωση αλκοόλ από ανηλίκους."
"It’s crucial for all staff in licensed premises to understand the legal responsibilities."
"Είναι κρίσιμο για το προσωπικό όλων των αδειοδοτημένων εγκαταστάσεων να κατανοεί τις νομικές ευθύνες."
"Licensed premises often host events that require additional permits."
"Οι αδειοδοτημένοι χώροι συχνά φιλοξενούν εκδηλώσεις που απαιτούν πρόσθετες άδειες."
"Violations of licensed premises regulations can lead to hefty fines."
Ο όρος "licensed" προέρχεται από το γαλλικό "licencier", που σημαίνει να δώσει άδεια. Ο όρος "premises" προέρχεται από το λατινικό "praemissa", που σημαίνει "όσα έχουν προταθεί".
Συνώνυμα: - Authorized venue - Permitted establishment
Αντώνυμα: - Unlicensed premises (αναγκαστικά μη αδειοδοτημένος χώρος) - Unauthorized venue (μη εξουσιοδοτημένος χώρος)