licensed premises - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

licensed premises (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ο όρος "licensed premises" είναι μια φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/ˈlaɪsənst ˈprɛmɪsɪz/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Ο όρος "licensed premises" αναφέρεται σε χώρους που έχουν λάβει άδεια από τη σχετική αρχή για να πωλούν αλκοολούχα ποτά, όπως μπαρ, εστιατόρια ή νυχτερινά κέντρα. Αυτοί οι χώροι υπόκεινται σε συγκεκριμένους κανονισμούς και περιορισμούς που αφορούν την πώληση και κατανάλωση αλκοόλ.

Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά και διοικητικά συμφραζόμενα και είναι πιο κοινός στο γραπτό πλαίσιο.

Συχνότητα χρήσης: Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενος σε επίσημα ή νομοθετικά κείμενα παρά στον καθημερινό προφορικό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. "The new café is applying for a license to operate as a licensed premises."
  2. "Το νέο καφέ υποβάλλει αίτηση για άδεια λειτουργίας ως αδειοδοτημένος χώρος."

  3. "In the city, all licensed premises must close by 2 AM."

  4. "Στην πόλη, όλοι οι αδειοδοτημένοι χώροι πρέπει να κλείνουν μέχρι τις 2 π.μ."

  5. "He works as a security guard in several licensed premises."

  6. "Δουλεύει ως φύλακας ασφαλείας σε αρκετές αδειοδοτημένες εγκαταστάσεις."

Ιδιωματικές εκφράσεις

Ο όρος "licensed premises" δεν είναι πολύ κοινός σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να παρατηρηθούν κάποιες σχετικές φράσεις:

  1. "The regulations for licensed premises are strict to prevent underage drinking."
  2. "Οι κανονισμοί για τις αδειοδοτημένες εγκαταστάσεις είναι αυστηροί για να αποτρέπουν την κατανάλωση αλκοόλ από ανηλίκους."

  3. "It’s crucial for all staff in licensed premises to understand the legal responsibilities."

  4. "Είναι κρίσιμο για το προσωπικό όλων των αδειοδοτημένων εγκαταστάσεων να κατανοεί τις νομικές ευθύνες."

  5. "Licensed premises often host events that require additional permits."

  6. "Οι αδειοδοτημένοι χώροι συχνά φιλοξενούν εκδηλώσεις που απαιτούν πρόσθετες άδειες."

  7. "Violations of licensed premises regulations can lead to hefty fines."

  8. "Οι παραβιάσεις κανονισμών αδειοδοτημένων εγκαταστάσεων μπορούν να οδηγήσουν σε υψηλά πρόστιμα."

Ετυμολογία

Ο όρος "licensed" προέρχεται από το γαλλικό "licencier", που σημαίνει να δώσει άδεια. Ο όρος "premises" προέρχεται από το λατινικό "praemissa", που σημαίνει "όσα έχουν προταθεί".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Authorized venue - Permitted establishment

Αντώνυμα: - Unlicensed premises (αναγκαστικά μη αδειοδοτημένος χώρος) - Unauthorized venue (μη εξουσιοδοτημένος χώρος)



25-07-2024