Επίθετο
/lɪfaɪlɔŋ/
Η λέξη "lifelong" αναφέρεται σε κάτι που διαρκεί καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής ενός ατόμου. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει εμπειρίες, σχέσεις ή εκπαίδευση που συνεχίζονται ή είναι σημαντικές κατά τη διάρκεια του βίου κάποιου. Η χρήση της λέξης είναι συχνή τόσο στον προφορικό λόγο όσο και σε γραπτές εκφράσεις, αν και τείνει να εμφανίζεται λίγο περισσότερο σε επίσημες ή ακαδημαϊκές καταστάσεις.
She is committed to lifelong learning.
(Είναι αφοσιωμένη στη διαρκή εκπαίδευση.)
They formed a lifelong friendship during their childhood.
(Δημιούργησαν μια διαρκή φιλία κατά τη διάρκεια της παιδικής τους ηλικίας.)
Η λέξη "lifelong" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που υποδηλώνουν τη διάρκεια και τη συνέχεια κατά τη διάρκεια μιας ζωής:
Lifelong commitment
(Διαρκής αφοσίωση)
"He made a lifelong commitment to his profession."
(Έκανε μια διαρκή αφοσίωση στο επαγγελμα του.)
Lifelong passion
(Διαρκής πάθος)
"Her lifelong passion for music started at a young age."
(Το διαρκές πάθος της για τη μουσική ξεκίνησε σε νεαρή ηλικία.)
Lifelong learning
(Διαρκής μάθηση)
"Lifelong learning is essential in today's fast-paced world."
(Η διαρκής μάθηση είναι ουσιώδης στον ταχύτατο κόσμο σήμερα.)
Lifelong friendship
(Διαρκής φιλία)
"They cherish their lifelong friendship."
(Αγαπούν τη διαρκή φιλία τους.)
Lifelong journey
(Διαρκής ταξίδι)
"The pursuit of knowledge is a lifelong journey."
(Η αναζήτηση της γνώσης είναι ένα διαρκές ταξίδι.)
Η λέξη "lifelong" προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων "life" (ζωή) και "long" (μακρύς), που συνδυάζονται για να δηλώσουν κάτι που διαρκεί καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής.