Lifts (ως ουσιαστικό) - Μοναδική μορφή: lift.
/lɪfts/
Ο όρος lifts αναφέρεται κυρίως σε μηχανικές συσκευές που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά ανθρώπων ή αντικειμένων από το ένα επίπεδο σε άλλο. Στον προφορικό και γραπτό λόγο, οι "lifts" είναι συνήθως σχετικές με κτίρια, και η χρήση τους είναι συχνή σε συζητήσεις όπου η πρόσβαση στα διάφορα επαγγελματικά και δημόσια επίπεδα είναι απαραίτητη.
Το γραφείο διαθέτει δύο ασανσέρ για τους υπαλλήλους.
He took the lifts to the top floor of the mall.
Αυτός πήρε τα ασανσέρ μέχρι τον τελευταίο όροφο του εμπορικού κέντρου.
The lifts were out of service during the renovation.
Η λέξη "lifts" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα.
Translation: "Η έκπληξη του πάρτι πραγματικά αναζωογονεί το πνεύμα της."
Lifts the lid on something
Translation: "Η έρευνα αποκαλύπτει τη διαφθορά στην τοπική κυβέρνηση."
Lifting a finger
Translation: "Δεν θα σήκωνε ούτε το δάχτυλό του για να βοηθήσει τον γείτονα."
Lifts the bar
Η λέξη "lift" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη "lyftan," που σημαίνει "να ανυψώνω, να σηκώνω". Η χρήση της ως ουσιαστικού για να περιγράψει μια μηχανική συσκευή προήλθε στα μέσα του 19ου αιώνα.
Συνώνυμα: - elevator (ασανσέρ) - hoist (ανελκυστήρας)
Αντώνυμα: - lower (κατεβάζω)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης "lifts" καθώς και της χρήσης της στην αγγλική γλώσσα.