light duty είναι ένα ουσιαστικό (noun).
/laɪt ˈdjuːti/
Η φράση "light duty" χρησιμοποιείται για να περιγράψει εργασία ή καθήκοντα που απαιτούν λιγότερη σωματική ή ψυχική προσπάθεια, συχνά λόγω βιολογικών ή άλλων λόγων. Μπορεί επίσης να αναφέρεται σε καθήκοντα που προορίζονται για άτομα που αναρρώνουν από τραυματισμούς ή ασθένειες. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνή σε επαγγελματικά ή ιατρικά περιβάλλοντα.
Του ανατέθηκε ελαφριά εργασία μετά τον τραυματισμό του.
Employees on light duty can still contribute to the team's projects.
Οι υπάλληλοι που κάνουν ελαφριά εργασία μπορούν ακόμη να συμβάλλουν στα έργα της ομάδας.
The doctor recommended light duty until the swelling goes down.
Η φράση "light duty" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί σε επαγγελματικά ή στρατιωτικά πλαίσια:
Μετά το ατύχημα, του ανατέθηκε ελαφριά εργασία για να διασφαλιστεί μια ασφαλής ανάρρωση.
The workplace has options for light duty roles that accommodate recovering workers.
Ο χώρος εργασίας έχει επιλογές για θέσεις ελαφριάς εργασίας που φιλοξενούν εργαζόμενους που αναρρώνουν.
Light duty assignments help employees transition back to full responsibilities.
Η φράση "light duty" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, όπου "light" σημαίνει "ελαφρύ" και "duty" σημαίνει "καθήκον" ή "εργασία". Ουσιαστικά τα δύο αυτά στοιχεία συνδυάζονται για να δηλώσουν καθήκοντα που απαιτούν λιγότερη προσπάθεια.
Συνώνυμα: - easy work (εύκολη εργασία) - simple tasks (απλά καθήκοντα)
Αντώνυμα: - heavy duty (βαριά εργασία) - strenuous work (κοπιαστική εργασία)