light fixture: ουσιαστικό (noun)
/laɪt ˈfɪkʧər/
Το "light fixture" αναφέρεται σε μία συσκευή ή κατασκευή που είναι σχεδιασμένη για να κρατά και να διανέμει φως, συχνά μέσω ηλεκτρικών λαμπτήρων. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα του φωτισμού, για να περιγράψει οποιοδήποτε είδος εγκατάστασης που παρέχει φωτισμό σε έναν χώρο. Η χρήση της λέξης είναι κοινή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε συμφραζόμενα που σχετίζονται με την κατασκευή, την εσωτερική διακόσμηση, ή την ηλεκτρολογία.
Ο ηλεκτρολόγος εγκατέστησε ένα νέο φωτιστικό στην τραπεζαρία.
We need to buy a light fixture that matches the decor of our living room.
Πρέπει να αγοράσουμε ένα φωτιστικό που να ταιριάζει με τη διακόσμηση του σαλονιού μας.
Make sure your light fixture is energy-efficient to reduce electricity bills.
Το "light fixture" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά οι παρακάτω προτάσεις δείχνουν τις χρήσεις του σε ευρύτερα συμφραζόμενα σχετικά με το φωτισμό.
Το νέο κρεμαστό φωτιστικό πραγματικά φωτίζει την κουζίνα.
Installing dimmable light fixtures can create a cozy atmosphere in your home.
Η εγκατάσταση ρυθμιζόμενων φωτιστικών μπορεί να δημιουργήσει μια ζεστή ατμόσφαιρα στο σπίτι σας.
An antique light fixture can add character to any room.
Ένα παλιό φωτιστικό μπορεί να προσθέσει χαρακτήρα σε οποιοδήποτε δωμάτιο.
Choosing the right light fixture is essential for both functionality and style.
Η επιλογή του σωστού φωτιστικού είναι απαραίτητη τόσο για τη λειτουργικότητα όσο και για το στυλ.
The chandelier light fixture made the dining area look more elegant.
Το φωτιστικό πολυέλαιος έκανε τον χώρο της τραπεζαρίας να φαίνεται πιο κομψός.
In modern homes, light fixtures are often a focal point of interior design.
Στα σύγχρονα σπίτια, τα φωτιστικά είναι συχνά το επίκεντρο του εσωτερικού σχεδιασμού.
Make sure to choose a light fixture that offers adequate illumination for the workspace.
Η λέξη "light" προέρχεται από την παλαιά αγγλική "leoht", που σημαίνει φως, και "fixture", που προέρχεται από τη λατινική λέξη "fixura", σημαίνει "βάση" ή "τοποθέτηση". Οι δύο όροι συνδυάστηκαν για να σχηματίσουν τον όρο που χρησιμοποιούμε σήμερα.
Συνώνυμα: - φωτιστικό σώμα - ηλεκτρικό φωτιστικό - λάμπα
Αντώνυμα: - κατηγορία χωρίς φωτισμό - σκοτεινός χώρος
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια πλήρη κατανόηση της λέξης "light fixture" και της χρήσης της στη γλώσσα αγγλικά.