Ο όρος "light sensitivity" είναι ουσιαστικό.
/light ˌsɛn.sɪˈtɪv.ɪ.ti/
Η φράση "light sensitivity" αναφέρεται στην κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο ή μια οντότητα είναι υπερευαίσθητο στο φως. Αυτή η κατάσταση μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα ενός ατόμου να βλέπει σε φωτεινές συνθήκες ή μπορεί να προκαλέσει δυσφορία ή πόνο. Η χρήση του όρου εμφανίζεται συχνά σε ιατρικά ή φυσικά συμφραζόμενα. Η φωτοευαισθησία μπορεί να αφορά οφθαλμικές παθήσεις, όπως η ηλιθιότητα ή η αναιμία, καθώς και άλλες καταστάσεις.
Ο όρος "light sensitivity" χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικό πλαίσιο, όπως σε καταστάσεις που σχετίζονται με τη φόρτιση του υποδοχέα του ματιού. Η χρήση του είναι ουσιαστικά πιο συχνή σε γραπτά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο, όπου οι ιατρικοί όροι μπορεί να προφέρονται λιγότερο.
Some people experience light sensitivity due to certain medications.
Ορισμένοι άνθρωποι βιώνουν ευαισθησία στο φως λόγω ορισμένων φαρμάκων.
Light sensitivity can make it difficult to spend time outdoors on sunny days.
Η ευαισθησία στο φως μπορεί να δυσκολεύει την παραμονή έξω σε ηλιόλουστες μέρες.
After the surgery, she noticed an increase in her light sensitivity.
Μετά την επέμβαση, παρατήρησε αύξηση στην ευαισθησία της στο φως.
Δεν υπάρχουν πολλές γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν τη φράση "light sensitivity", ωστόσο, ορισμένες χρήσεις στη γλώσσα μπορεί να περιλαμβάνουν:
"He feels like a deer in headlights when exposed to excessive light sensitivity."
Αισθάνεται σαν ελάφι μπροστά από τα φώτα όταν εκτίθεται σε υπερβολική ευαισθησία στο φως.
"Her light sensitivity puts a damper on her outdoor activities."
Η ευαισθησία της στο φως περιορίζει τις υπαίθριες δραστηριότητές της.
"Adjusting screen brightness is essential for those with light sensitivity."
Η προσαρμογή της φωτεινότητας της οθόνης είναι απαραίτητη για αυτούς που έχουν ευαισθησία στο φως.
Η φράση "light sensitivity" είναι σύνθετη και προέρχεται από την αγγλική λέξη "light" (φως) και "sensitivity" (ευαισθησία). Η λέξη "light" προέρχεται από την παλαιά αγγλική "leaht", ενώ η "sensitivity" προέρχεται από τη λατινική "sensitivus", που σημαίνει "που σχετίζεται με την αίσθηση".
Συνώνυμα: - Photophobia (φοβία του φωτός) - Bright light intolerance (ανοχές σε φωτεινό φως)
Αντώνυμα: - Light tolerance (ανεκτικότητα στο φως) - Light acceptance (αποδοχή του φωτός)