Η λέξη "light-collecting" λειτουργεί ως επίθετο.
/ˈlaɪt.kəˌlɛkt.ɪŋ/
Η λέξη "light-collecting" αναφέρεται σε κάτι που είναι ικανό να συλλέγει ή να συγκεντρώνει φως. Χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικά και τεχνικά συμφραζόμενα, όπως η φωτογραφία, η αστροφυσική και οι οπτικές συσκευές. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια έως υψηλή, κυρίως στο γραπτό πλαίσιο (επιστημονικές αναφορές, άρθρα).
Ο μηχανισμός συλλογής φωτός στο τηλεσκόπιο αυξάνει την ευαισθησία του.
New materials are being developed for light-collecting solar panels.
Η φράση "light-collecting" δεν είναι κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται με ορισμένα σημαντικά θέματα στην επιστήμη και την τεχνολογία. Παρόλα αυτά, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να σχηματίσει ειδικές φράσεις:
Οι συσκευές συλλογής φωτός είναι κρίσιμες για τη σύγχρονη αστρονομία.
Research on light-collecting technology is advancing rapidly.
Η έρευνα για την τεχνολογία συλλογής φωτός προχωρά γρήγορα.
The efficiency of light-collecting systems is vital for sustainable energy.
Η λέξη "light" προέρχεται από την Αγγλική γλώσσα και αναφέρεται στο φως, ενώ η λέξη "collecting" προέρχεται από το Λατινικό "colligere" που σημαίνει "συγκεντρώνω". Συνδυάζονται για να δηλώσουν τη λειτουργία της συγκέντρωσης ή συλλογής του φωτός.
Συνώνυμα:
- light-gathering
- light-harvesting
Αντώνυμα:
- light-dissipating
- light-scattering