Light-heeled είναι επίθετο.
/ˈlaɪt hiːld/
Η λέξη "light-heeled" αναφέρεται σε παπούτσια, συνήθως γυναικεία, που έχουν τακούνια ελαφριά σε βάρος και δύναμη. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει παπούτσια που είναι άνετα και ευχάριστα στη χρήση, επιτρέποντας στον χρήστη να περπατάει ή να χορεύει με ευκολία. Στη γλώσσα των Αγγλικών, η χρήση της είναι πιο διαδεδομένη στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε γραπτές περιγραφές μόδας.
Η χορεύτρια φορούσε ελαφρούς τακουνιών, επιτρέποντάς της να εκτελεί χωρίς κόπο.
She prefers light-heeled boots for casual outings.
Η λέξη "light-heeled" δεν είναι και τόσο συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να σχηματίσει περιγραφές:
"Περπάτησε με τη χάρη των ελαφρών τακουνιών πάνω στη σάλα του χορού."
"His light-heeled steps echoed softly in the hallway."
"Τα ελαφριά βήματα του αντάναξαν απαλά στον διάδρομο."
"Light-heeled shoes can make a big difference during a long event."
Η λέξη "light-heeled" είναι σύνθετη, προερχόμενη από το αγγλικό "light", το οποίο σημαίνει "ελαφρύ" και "heel", που σημαίνει "τακούνι". Συνδυάζοντας τα δύο, δημιουργείται η έννοια του παπουτσιού με ελαφρύ τακούνι.
Συνώνυμα: - Light-weight heeled - Comfort shoes
Αντώνυμα: - Heavy-heeled - Sturdy shoes