lightening - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

lightening (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Lightening είναι ένα ρήμα (verb).

Φωνητική μεταγραφή

/ˈlaɪtənɪŋ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Το lightening αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία κάτι γίνεται πιο ελαφρύ ή πιο φωτεινό. Χρησιμοποιείται κυρίως για την περιγραφή της διαδικασίας αραίωσης ή φωτισμού ενός χρώματος ή τόνου. Επίσης, μπορεί να αναφέρεται γενικότερα στην αφαίρεση βάρους ή στην ανακούφιση από επιβαρύνσεις.

Χρησιμοποίηση: Η λέξη χρησιμοποιείται και στα δύο συμφραζόμενα, αλλά είναι πιο διαδεδομένη στο γραπτό κείμενο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. He is lightening the load by taking fewer supplies.
  2. Αυτός ελαφρύνει το φορτίο παίρνοντας λιγότερους προμήθειες.

  3. We are lightening the room with brighter colors.

  4. Εμείς φωτίζουμε το δωμάτιο με πιο φωτεινά χρώματα.

  5. The painter is lightening the paint to create a softer look.

  6. Ο ζωγράφος φωτίζει τη μπογιά για να δημιουργήσει μια πιο απαλή εμφάνιση.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "lightening" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά δεν είναι τόσο ευρέως διαδεδομένη σε ιδιωματικά φράματα όπως άλλες λέξεις. Ωστόσο, μπορούμε να αναφέρουμε κάποιες σχετικές φράσεις:

  1. Lightening the mood
  2. She made a joke to lightening the mood at the meeting.
  3. Έκανε ένα αστείο για να ελαφρύνει τη διάθεση στη συνάντηση.

  4. Lightening your expectations

  5. It's important to lightening your expectations during tough times.
  6. Είναι σημαντικό να ελαφρύνεις τις προσδοκίες σου κατά τη διάρκεια δύσκολων περιόδων.

  7. Lightening the atmosphere

  8. He played music to lightening the atmosphere at the party.
  9. Έπαιξε μουσική για να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα στο πάρτι.

Ετυμολογία

Η λέξη lightening προέρχεται από την αρχαία Αγγλική λέξη "light," που σημαίνει "ελαφρύς" και τονίζοντας τη διαδικασία του να γίνεσαι λιγότερο βαρύς ή φωτεινός.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Easing (ελαφρύνω) - Brightening (φωτίζω)

Αντώνυμα: - Weighing down (βαρύνω) - Darkening (σκουρίνω)



25-07-2024