Lightening είναι ένα ρήμα (verb).
/ˈlaɪtənɪŋ/
Το lightening αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία κάτι γίνεται πιο ελαφρύ ή πιο φωτεινό. Χρησιμοποιείται κυρίως για την περιγραφή της διαδικασίας αραίωσης ή φωτισμού ενός χρώματος ή τόνου. Επίσης, μπορεί να αναφέρεται γενικότερα στην αφαίρεση βάρους ή στην ανακούφιση από επιβαρύνσεις.
Χρησιμοποίηση: Η λέξη χρησιμοποιείται και στα δύο συμφραζόμενα, αλλά είναι πιο διαδεδομένη στο γραπτό κείμενο.
Αυτός ελαφρύνει το φορτίο παίρνοντας λιγότερους προμήθειες.
We are lightening the room with brighter colors.
Εμείς φωτίζουμε το δωμάτιο με πιο φωτεινά χρώματα.
The painter is lightening the paint to create a softer look.
Η λέξη "lightening" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά δεν είναι τόσο ευρέως διαδεδομένη σε ιδιωματικά φράματα όπως άλλες λέξεις. Ωστόσο, μπορούμε να αναφέρουμε κάποιες σχετικές φράσεις:
Έκανε ένα αστείο για να ελαφρύνει τη διάθεση στη συνάντηση.
Lightening your expectations
Είναι σημαντικό να ελαφρύνεις τις προσδοκίες σου κατά τη διάρκεια δύσκολων περιόδων.
Lightening the atmosphere
Η λέξη lightening προέρχεται από την αρχαία Αγγλική λέξη "light," που σημαίνει "ελαφρύς" και τονίζοντας τη διαδικασία του να γίνεσαι λιγότερο βαρύς ή φωτεινός.
Συνώνυμα: - Easing (ελαφρύνω) - Brightening (φωτίζω)
Αντώνυμα: - Weighing down (βαρύνω) - Darkening (σκουρίνω)