Ουσιαστικό
/lɪɡnoʊˈsʌlfɪn/
Η λέξη "lignosulfin" αναφέρεται σε μία χημική ένωση που περιέχει λιγνίνη και θείο, και χρησιμοποιείται κυρίως στη βιομηχανία, όπως για την παραγωγή χημικών προϊόντων από ξυλώδεις πρώτες ύλες. Είναι λιγότερο κοινή στη καθημερινή γλώσσα και εμφανίζεται πιο συχνά σε γραπτά κείμενα σχετικά με τη χημεία και τη βιομηχανία.
Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά και τεχνικά κείμενα και δεν είναι συχνή στον προφορικό λόγο.
Η μελέτη εξέτασε τις επιδράσεις του λιγνοσουλφίν στη αποσύνθεση του ξύλου.
Lignosulfin is often used as a reducing agent in chemical reactions.
Το λιγνοσουλφίν χρησιμοποιείται συχνά ως αναγωγικός παράγοντας σε χημικές αντιδράσεις.
Researchers are exploring lignosulfin applications in sustainable materials.
Η λέξη "lignosulfin" δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς ανήκει σε ένα ειδικό επιστημονικό πεδίο. Ωστόσο, μπορεί να συναντήσετε αναφορές σχετικές με τη χρήση της στη βιομηχανία ή την έρευνα.
Η λέξη "lignosulfin" προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων "ligno-" που προέρχεται από τη λατινική "lignum" (ξύλο) και "sulfin" που σχετίζεται με το θείο.
Συνώνυμα: - Lignosulfonic acid (λυγνινοσουλφονικό οξύ)
Αντώνυμα: Δεν υπάρχουν ακριβή αντώνυμα, καθώς η λέξη αναφέρεται σε ειδική χημική ένωση.