Η λέξη "liguliflorous" χρησιμοποιείται για να περιγράψει φυτά που έχουν άνθη που μοιάζουν με λειριά (ligules) ή λαιμούς. Συνήθως χρησιμοποιείται στην βοτανολογία για να κατηγοριοποιήσει συγκεκριμένες οικογένειες φυτών, όπως η οικογένεια των Asteraceae.
Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά ή ακαδημαϊκά κείμενα που σχετίζονται με τη βοτανική. Δεν είναι ευρέως διαδεδομένη στον καθημερινό προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί μερικές φορές και σε γραπτή μορφή σχετικά με την περιγραφή φυτών.
"Τα λικουλίφλορα χαρακτηριστικά του φυτού είναι αυτά που το κάνουν μοναδικό στο οικοσύστημά του."
"Botanists often focus on liguliflorous species when studying flower morphology."
"Οι βοτανολόγοι συχνά εστιάζουν σε λικουλίφλορα είδη όταν μελετούν την μορφολογία των ανθέων."
"Many liguliflorous plants bloom in the spring, attracting various pollinators."
Η λέξη "liguliflorous" δεν συναντάται συχνά σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η περιγραφή φυτών με λικουλίφλορα χαρακτηριστικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αλληγορία ή μεταφορά. Ωστόσο, υπάρχει περιορισμένος αριθμός παραδειγματικών χρήσεων:
"Στις συζητήσεις για τις ταξινομήσεις φυτών, μπορεί να ειπωθεί, 'Τα λικουλίφλορα άνθη ξεχωρίζουν ανάμεσα στα άλλα άνθη.'"
"Some people find liguliflorous plants to be more aesthetically appealing due to their unique flower structure."
Η λέξη "liguliflorous" προέρχεται από τα λατινικά "ligula" (τμήμα που μοιάζει με λειριά) και "florus" (ήχος άνθους). Χρησιμοποιείται στη βοτανολογία για να περιγράψει τα χαρακτηριστικά ορισμένων τύπων ανθέων.