Όνομα (Noun)
/ˌlaɪˈɡʌstrɪn/
Το "ligustrin" αναφέρεται σε μια χημική ένωση που πιθανόν να σχετίζεται με τη φύση ή τα φυτά, ιδιαίτερα τα είδη του γένους Ligustrum. Είναι γνωστό για την αντιβιοτική ή αντιφλεγμονώδη του δράση. Χρησιμοποιείται κυρίως στη βοτανολογία και τη φαρμακολογία. Αν και δεν είναι μια συχνά χρησιμοποιούμενη λέξη, μπορεί να εμφανιστεί σε περισσότερα τεχνικά και επιστημονικά κείμενα παρά σε καθημερινή συνομιλία.
Το λιγκουστρίν μπορεί να προέλθει από τα φύλλα ορισμένων φυτικών ειδών.
Researchers are studying the effects of ligustrin on inflammation.
Οι ερευνητές μελετούν τις επιδράσεις του λιγκουστρίν στην φλεγμονή.
Many herbal remedies contain ligustrin as one of their active ingredients.
Η λέξη "ligustrin" δεν είναι ευρέως γνωστή για τη συχνή χρήση της σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα, αν και έχει ειδικευμένες εφαρμογές στη βοτανολογία. Ωστόσο, η συσχέτισή της με τη φύση μπορεί να προωθήσει κάποιες ιδιωματικές φράσεις στον τομέα της υγείας και της φαρμακολογίας.
Το «λιγκουστρίν» αποτέλεσμα των βοτανικών θεραπειών βρίσκεται ακόμα υπό έρευνα.
In traditional medicine, ligustrin is valued for its numerous benefits.
Στη παραδοσιακή ιατρική, το λιγκουστρίν εκτιμάται για τα πολλαπλά του οφέλη.
Doctors recommend ligustrin as a supplementary treatment for chronic conditions.
Η λέξη "ligustrin" προέρχεται από το γένος Ligustrum, το οποίο περιλαμβάνει θάμνους και μικρά δέντρα που συνήθως ονομάζονται "λιγούστρα". Η ονομασία προέρχεται από τα λατινικά, όπου το ligustrum σημαίνει "λιγούστρο".
Συνώνυμα: - Ligustrum extract - Ligustrin compound
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχουν συγκεκριμένα αντώνυμα, καθώς πρόκειται για χημική ένωση που δεν έχει άμεσες αντίθετες έννοιες.