Η λέξη "limbus" είναι ουσιαστικό.
/ˈlɪmbəs/
Η λέξη "limbus" προέρχεται από τη λατινική λέξη που σημαίνει "όριο" ή "περίγραμμα". Στο αγγλικό λεξιλόγιο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες επιστημονικές και ιατρικές περιγραφές, όπως για να αναφέρεται σε χώρους ή άκρα. Επίσης, χρησιμοποιείται σε φιλοσοφικές ή θεολογικές συζητήσεις για να περιγράψει μια κατάσταση ή τοποθεσία κατά την οποία κάτι είναι "στα όρια" δύο διαφορετικών κόσμων ή καταστάσεων, όπως το "limbo" στη θεολογία.
Η χρήση της λέξης είναι περιορισμένη και συναντάται κυρίως σε επιστημονικό ή θεωρητικό περιβάλλον. Δε χρησιμοποιείται ευρέως στον καθημερινό προφορικό λόγο ή σε γραπτές συνομιλίες, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε ακαδημαϊκές ή ιατρικές δημοσιεύσεις.
The limbus is often a topic of discussion in philosophical debates.
(Το όριο είναι συχνά θέμα συζήτησης σε φιλοσοφικέςdebates.)
In anatomy, the limbus refers to the border of the cornea and the sclera.
(Στην ανατομία, το όριο αναφέρεται στο περιθώριο του κερατοειδούς και της σκληρύνσεως.)
The concept of limbus can be found in various religious texts.
(Η έννοια του περιθωρίου μπορεί να βρεθεί σε διάφορα θρησκευτικά κείμενα.)
Η λέξη "limbus" δεν είναι συνήθως μέρος γνωστών ιδιωματικών εκφράσεων στα αγγλικά, αλλά μπορούμε να εξετάσουμε ορισμένες φράσεις και εκφράσεις που περιλαμβάνουν την έννοια του "ορίου" ή "περιθωρίου".
He felt caught in a limbo between two jobs.
(Κάποιος νιώθει ότι βρίσκεται σε ένα περιθώριο μεταξύ δύο θέσεων εργασίας.)
They live in a state of limbo without any clear goals.
(Ζουν σε μια κατάσταση περιθωρίου χωρίς σαφείς στόχους.)
The decision placed her in a limbo of uncertainty.
(Η απόφαση την έβαλε σε ένα περιθώριο αβεβαιότητας.)
Η λέξη "limbus" προέρχεται από τη λατινική λέξη "limbus", η οποία σημαίνει "άκρο" ή "περιθώριο". Η χρήση της έχει διατηρηθεί μέσα στους αιώνες, κυρίως σε επιστημονικά και θεολογικά συμφραζόμενα.
Συνώνυμα: - boundary (όριο) - edge (άκρη) - margin (περιθώριο)
Αντώνυμα: - center (κέντρο) - core (καρδιά) - middle (μέσος)