Φράση (combination of words)
/lɪmɪt ʌv ɪnˈflæməˌbɪlɪti/
Ο όρος "limit of inflammability" αναφέρεται στην ακριβή συγκέντρωση ενός καυσίμου στον αέρα, στην οποία μπορεί να προκληθεί ανάφλεξη. Είναι ένα σημαντικό μέτρο στον τομέα της χημείας και της ασφάλειας, ειδικά σε βιομηχανικές εφαρμογές.
Συχνότητα Χρήσης:
Η έκφραση χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά ή επιστημονικά συμφραζόμενα. Στον προφορικό λόγο χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά, καθώς συχνά αποφεύγονται οι τεχνικοί όροι.
"Το όριο εύφλεκτης ύλης για τη βενζίνη είναι κρίσιμο για την ασφάλεια αποθήκευσης."
"Engineers must know the limit of inflammability when handling chemicals."
"Οι μηχανικοί πρέπει να γνωρίζουν το όριο αναφλεξιμότητας όταν διαχειρίζονται χημικά."
"Testing the limit of inflammability helps in designing safer industrial processes."
Ο όρος "limit of inflammability" δεν είναι μέρος κοινών ιδιωματικών εκφράσεων στην αγγλική γλώσσα, αλλά μπορεί να συσχετιστεί με ορισμένες τεχνικές εκφράσεις. Ακολουθούν ορισμένες χρήσεις που μπορούν να θεωρηθούν σχετικές με τον τομέα της χημείας:
"Η κατανόηση του ορίου εύφλεκτης ύλης είναι θεμελιώδης για όλους τους χημικούς μηχανικούς."
"Exceeding the limit of inflammability can lead to dangerous situations."
"Η υπέρβαση του ορίου αναφλεξιμότητας μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνες καταστάσεις."
"Safety protocols must include determining the limit of inflammability for all substances."
Η φράση "limit of inflammability" αποτελείται από τις λέξεις: - "limit" που προέρχεται από το λατινικό "limitare", - "inflammability" που προέρχεται από το λατινικό "inflammare" (να προκαλεί φλόγα) και το ελληνικό "φλέγων" (φλεγόμενος).
Συνώνυμα: - Limiting concentration - Flash point threshold
Αντώνυμα: - Non-inflammability - Stability in combustion