Η φράση "limited minimum" λειτουργεί ως επίθετο με προσδιοριστική χρήση, αναφέροντας ένα ελάχιστο που είναι περιορισμένο.
/ˈlɪmɪtɪd ˈmɪnɪməm/
Η φράση "limited minimum" αναφέρεται σε μια καθορισμένη ή αυστηρή ελάχιστη τιμή ή ποσότητα που δεν μπορεί να ξεπεραστεί. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς, όπως στην οικονομία, τη χρηματοδότηση και τη διοίκηση επιχειρήσεων. Η φράση μπορεί να απαντηθεί σε προφορικό και γραπτό λόγο, αλλά συναντάται πιο συχνά στο γραπτό πλαίσιο.
The project was only funded to the limited minimum required.
Η χρηματοδότηση του έργου ήταν μόνο μέχρι το περιορισμένο ελάχιστο που απαιτείται.
She only bought the limited minimum of ingredients for the recipe.
Αγόρασε μόνο το περιορισμένο ελάχιστο συστατικών για τη συνταγή.
The company set a limited minimum wage for new employees.
Η εταιρεία όρισε ένα περιορισμένο ελάχιστο μισθό για τους νέους υπαλλήλους.
Η φράση "limited minimum" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να συνδυαστεί με άλλες εκφράσεις για να αναδείξει την έννοια της περιορισμένης ελάχιστης τιμής σε διάφορες καταστάσεις.
We need to maintain the limited minimum standard for quality in production.
Πρέπει να διατηρήσουμε το περιορισμένο ελάχιστο πρότυπο ποιότητας στην παραγωγή.
The discounted rate was only a limited minimum compared to previous offers.
Η εκπτώσεις ήταν μόνο ένα περιορισμένο ελάχιστο σε σύγκριση με προηγούμενες προσφορές.
There's a limited minimum threshold for investment to be considered viable.
Υπάρχει ένα περιορισμένο ελάχιστο όριο για να θεωρηθεί μια επένδυση βιώσιμη.
Η λέξη "limited" προέρχεται από το λατινικό "limitare," που σημαίνει "να θέσω όριο," ενώ "minimum" προέρχεται από το λατινικό "minimum," που σημαίνει "το πιο μικρό" ή "μικρότερο."