Ο συνδυασμός λέξεων "limiting wave condition" είναι ουσιαστικό.
/ˈlɪmɪtɪŋ weɪv kənˈdɪʃən/
Η "limiting wave condition" αναφέρεται σε ειδικές συνθήκες ή παραμέτρους κυμάτων που επηρεάζουν την ανάπτυξή τους ή την απόβασή τους σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον. Αυτές οι συνθήκες είναι χρήσιμες σε διάφορες επιστημονικές και μηχανικές εφαρμογές, όπως η ωκεανογραφία, η αεροδυναμική και ο σχεδιασμός θαλάσσιων κατασκευών. Χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικά και επιστημονικά κείμενα, δείχνοντας την επίδραση παραγόντων όπως το βάθος του νερού, η ταχύτητα του ανέμου και οι χαρακτηριστικές συνθήκες του περιβάλλοντος.
Η φράση χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό λόγο λόγω της τεχνικής φύσης της, αν και μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικές συζητήσεις σε επιστημονικά ή μηχανικά πλαίσια.
The engineering team analyzed the limiting wave condition to design an effective breakwater.
(Η ομάδα μηχανικών ανάλυσε την περιοριστική κυματική συνθήκη για να σχεδιάσει ένα αποτελεσματικό κυματοθραύστη.)
Researchers studied the limiting wave condition in deep water to predict potential tsunami impacts.
(Οι ερευνητές μελέτησαν την περιοριστική κυματική συνθήκη σε βαθιά νερά για να προβλέψουν τις πιθανές επιπτώσεις από τσουνάμι.)
Η φράση "limiting wave condition" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δημιουργήσει σχετικές φράσεις.
In extreme weather, the limiting wave condition can lead to dangerous shipping situations.
(Σε ακραίες καιρικές συνθήκες, η περιοριστική κυματική συνθήκη μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνες θαλάσσιες καταστάσεις.)
Understanding the limiting wave condition is crucial for offshore drilling operations.
(Η κατανόηση της περιοριστικής κυματικής συνθήκης είναι κρίσιμη για τις θαλάσσιες γεωτρήσεις.)
The research paper emphasized the importance of monitoring limiting wave conditions in coastal areas.
(Το ερευνητικό άρθρο τόνισε τη σημασία της παρακολούθησης των περιοριστικών κυματικών συνθηκών σε παράκτιες περιοχές.)
Η λέξη "limiting" προέρχεται από το λατινικό "limitare" που σημαίνει "να οριοθετώ", και "wave" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "wæfian", που σημαίνει "να κυματίζει" ή "να κουνά". Η λέξη "condition" προέρχεται από το λατινικό "conditio", που σημαίνει "κατάσταση" ή "όρος".
Συνώνυμα: - constraint wave condition - restricted wave state
Αντώνυμα: - unrestricted wave condition - free wave state