Limnite είναι ένα ουσιαστικό.
/ˈlɪm.naɪt/
Limnite αναφέρεται σε ένα είδος αποθέματος (συνήθως γεωλογικού) που προέρχεται από τη συσσώρευση οργανικών και αργιλωδών υλικών σε λιμναίες συνθήκες. Συνήθως χρησιμοποιείται σε επιστημονικά και γεωλογικά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά χαμηλή και κυρίως περιορίζεται σε γραπτό πλαίσιο.
Οι στρώσεις λιμνίτη παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για αρχαία λιμναία περιβάλλοντα.
Researchers collected samples of limnite to analyze its composition.
Αν και το "limnite" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στην καθημερινή γλώσσα, μπορεί να εμφανίζεται σε επιστημονικά κοντέξτ.
Οι αποθέσεις λιμνίτη αφηγούνται μια ιστορία περιβαλλοντικής αλλαγής κατά τη διάρκεια χιλιετιών.
Geologists often refer to limnite when discussing sedimentary rock formations.
Οι γεωλόγοι αναφέρονται συχνά σε λιμνίτη όταν συζητούν για σχηματισμούς ιζηματογενών πετρωμάτων.
Understanding limnite can help us reconstruct past climates.
Η κατανόηση του λιμνίτη μπορεί να μας βοηθήσει να ανασυνθέσουμε τα παρελθόντα κλίματα.
The presence of limnite indicates a historical lake ecosystem.
Η λέξη "limnite" προέρχεται από το λατινικό "līmnītis" που σχετίζεται με τον όρο "līmina", που σημαίνει "λίμνη" ή "βάλτος".
Αυτές οι πληροφορίες για τη λέξη "limnite" συνθέτουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για την κατανόησή της στη γλώσσα Αγγλικά.