Το "linear-programming language" είναι μια σύνθετη φράση που λειτουργεί ως ονοματολογία (noun phrase) στην αγγλική γλώσσα.
/ˈlɪnɪər ˈprəʊgræmɪŋ ˈlæŋɡwɪdʒ/
Η φράση "linear-programming language" αναφέρεται σε γλώσσες προγραμματισμού ή γλώσσες περιγραφής που χρησιμοποιούνται για την ανάπτυξη αλγορίθμων γραμμικού προγραμματισμού. Αυτές οι γλώσσες επιτρέπουν στους χρήστες να περιγράφουν προβλήματα βελτιστοποίησης με γραμμικούς περιορισμούς και γραμμικούς στόχους. Ο γραμμικός προγραμματισμός είναι ένα υποσύνολο της βελτιστοποίησης που εξετάζει προβλήματα στην ανεύρεση των καλύτερων δυνατών λύσεων με γραμμικές σχέσεις.
Στην πρόσφατη έρευνα, διάφορες γλώσσες γραμμικού προγραμματισμού έχουν αναλυθεί για την αποδοτικότητά τους.
The linear-programming language provides tools for solving optimization problems efficiently.
Η γλώσσα γραμμικού προγραμματισμού παρέχει εργαλεία για την αποτελεσματική επίλυση προβλημάτων βελτιστοποίησης.
Students are often taught about linear-programming languages in advanced mathematics courses.
Η φράση "linear programming" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε τεχνικά συμφραζόμενα. Ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με το "programming" μπορεί να έχουν τη δομή του "problem-solving":
Να λύσεις ένα πρόβλημα χρησιμοποιώντας τεχνικές γραμμικού προγραμματισμού.
The best approach is to use a linear programming model.
Η καλύτερη προσέγγιση είναι να χρησιμοποιήσεις ένα μοντέλο γραμμικού προγραμματισμού.
Linear programming has transformed the way we approach resource management.
Η φράση προέρχεται από τις αγγλικές λέξεις "linear", που σημαίνει γραμμικός, και "programming", που αναφέρεται στη διαδικασία σχεδίασης αλγορίθμου ή προγράμματος.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια καλή εικόνα για τη φράση "linear-programming language".