Το "linguistic" είναι επίθετο.
/ lɪŋˈɡwɪstɪk /
Η λέξη "linguistic" αναφέρεται σε οτιδήποτε σχετίζεται με τη γλώσσα. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει θέματα, μελέτες ή έννοιες που σχετίζονται με τη γλώσσα και τη δομή της. Στη γλώσσα Αγγλικά, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε ακαδημαϊκά πλαίσια, κυρίως σε γλωσσολογικές σπουδές.
Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, ιδίως σε γραπτό λόγο, όπως σε ερευνητικές δημοσιεύσεις, άρθρα και ακαδημαϊκά κείμενα.
Η γλωσσική ποικιλία στον κόσμο είναι εκπληκτική.
She is studying linguistic patterns in various languages.
Μελετά γλωσσικά μοτίβα σε διάφορες γλώσσες.
Linguistic analysis can reveal much about a culture.
Η λέξη "linguistic" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που είναι ευρέως διαδεδομένες, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε πιο εξειδικευμένα συμφραζόμενα.
Η γλωσσική σχετικότητα υποδεικνύει ότι η γλώσσα επηρεάζει τη σκέψη.
The field of linguistic anthropology studies language in its social context.
Το πεδίο της γλωσσικής ανθρωπολογίας μελετά τη γλώσσα στο κοινωνικό της πλαίσιο.
Linguistic proficiency is essential for effective communication.
Η λέξη "linguistic" προέρχεται από τη λατινική λέξη "lingua", που σημαίνει "γλώσσα". Η κατάληξη "tic" είναι ένα λεκτικό επίθετο που υποδηλώνει σχέδιο ή περιγραφή που σχετίζεται με το προηγούμενο ουσιαστικό.
Συνώνυμα: - γλωσσικός - γλωσσολογικός
Αντώνυμα: - άγλωσσος (χωρίς γλώσσα) - αδιάφορος σχετικά με τη γλώσσα
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια λεπτομερή εικόνα της λέξης "linguistic", της σημασίας της και της χρήσης της στη γλώσσα Αγγλικά και την ελληνική γλώσσα.