Το "linguonasal" αναφέρεται στους ήχους που παράγονται με ταυτόχρονη χρήση της γλώσσας και του ρινικού χώρου. Στην αγγλική γλώσσα, είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται κυρίως στη γλωσσολογία για να περιγράψει την παραγωγή συγκεκριμένων ήχων. Η χρήση του είναι περιορισμένη σε τεχνικά και ακαδημαϊκά πλαίσια, κυρίως σε επιστημονικά κείμενα και συζητήσεις σχετικά με τη φωνολογία.
Η χρήση της λέξης "linguonasal" είναι πιο κοινή σε γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε ακαδημαϊκές εργασίες και βιβλία για την γλωσσολογία και φωνητική. Δεν είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά στον καθημερινό προφορικό λόγο.
Οι ρινικοί γλωσσικοί ήχοι είναι κρίσιμοι για τη φωνητική ποικιλία.
Understanding linguonasal production can help in speech therapy.
Η κατανόηση της ρινικής γλωσσικής παραγωγής μπορεί να βοηθήσει στη θεραπεία ομιλίας.
Linguonasal articulation can vary greatly between languages.
Η λέξη "linguonasal" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων λόγω της εξειδικευμένης φύσης της. Ωστόσο, η αντίστοιχη περιγραφή των ήχων μπορεί να είναι διαδεδομένη σε ακαδημαϊκά κείμενα.
Η λέξη "linguonasal" προέρχεται από τη σύνθεση των λατινικών λέξεων "lingua" (γλώσσα) και "nasus" (μύτη), που αναφέρονται στη λειτουργία της γλώσσας και του ρινικού χώρου στον ήχο.
Αυτή η λέξη είναι τεχνική και κατά κύριο λόγο χρησιμοποιείται στην ειδική γλωσσολογία, επομένως δεν έχει ευρέως αναγνωρίσιμα συνώνυμα και αντώνυμα στον καθημερινό λόγο.