Ο όρος "linked block" είναι συνδυασμός δύο ουσιαστικών και χρησιμοποιείται ως τέτοιο στην αγγλική γλώσσα.
/ˈlɪŋkt blɒk/
Ο όρος "linked block" αναφέρεται συχνά σε ένα ενιαίο μπλοκ που είναι συνδεδεμένο με άλλα μπλοκ σε διάφορους τομείς, όπως η πληροφορική και η αρχιτεκτονική. Στην πληροφορική, μπορεί να σχετίζεται με δεδομένα που είναι συνδεδεμένα σε μια βάση δεδομένων ή σε ένα blockchain. Χρησιμοποιείται συχνά σε επιχειρησιακά ή τεχνικά πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλή σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με τεχνολογία.
Το συνδεδεμένο μπλοκ στη βάση δεδομένων επιτρέπει την εύκολη πρόσβαση σε σχετικές πληροφορίες.
Each linked block represents a transaction in the blockchain.
Κάθε συνδεδεμένο μπλοκ αντιπροσωπεύει μια συναλλαγή στο blockchain.
In our software, the linked blocks help users navigate through complex data.
Ο όρος "linked block" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, μπορούμε να δώσουμε παραδείγματα που συνδυάζουν τις έννοιές του με άλλες λέξεις ώστε να δημιουργήσουμε σχετικές εκφράσεις:
"Δημιουργούμε ένα συνδεδεμένο μπλοκ λύσεων για να αντιμετωπίσουμε το ζήτημα."
"The linked block system enhances communication between the departments."
"Το σύστημα συνδεδεμένων μπλοκ ενισχύει την επικοινωνία μεταξύ των τμημάτων."
"By using linked blocks, we can ensure data integrity."
Η λέξη "linked" προέρχεται από το παρελθοντικό συμμετοχή του ρήματος "link" που σημαίνει "συνδέω", και η λέξη "block" προέρχεται από το γερμανικό "block", που αναφερόταν σε ένα κομμάτι ξύλου ή υλικού.
Συνώνυμα: - Connected block (συνδεδεμένο μπλοκ) - Associated block (σχετιζόμενο μπλοκ)
Αντώνυμα: - Disconnected block (ασύνδετο μπλοκ) - Separate block (ξεχωριστό μπλοκ)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη προοπτική για τον όρο "linked block" στην αγγλική γλώσσα.