Linsed meal είναι ένα ουσιαστικό.
/ˈlɪn.siːd miːl/
Linseed meal αναφέρεται στο προϊόν που παραμένει μετά την εξαγωγή του ελαίου από τον λιναρόσπορο. Χρησιμοποιείται κυρίως ως ζωοτροφή και πηγή πρωτεΐνης, ενώ έχει και αρκετές θρεπτικές ιδιότητες για τον άνθρωπο. Η χρήση του είναι συχνή και στα δύο πλαίσια, προφορικό και γραπτό, κυρίως σε επιστημονικά και γεωργικά κείμενα.
The farmer decided to add linseed meal to the cattle's diet.
Ο αγρότης αποφάσισε να προσθέσει γεύμα λιναρόσπορου στη διατροφή των αγελάδων.
Linseed meal is a great source of omega-3 fatty acids.
Το γεύμα λιναρόσπορου είναι μια εξαιρετική πηγή ωμέγα-3 λιπαρών οξέων.
Many health supplements contain linseed meal due to its nutritional benefits.
Πολλά συμπληρώματα διατροφής περιέχουν γεύμα λιναρόσπορου λόγω των θρεπτικών του οφελών.
Το linseed meal δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις στην καθημερινή γλώσσα. Ωστόσο, μπορεί να παρατηρηθεί σε σχετικές φράσεις που αφορούν τη διατροφή και την καλλιέργεια.
"Adding linseed meal to your smoothie can boost its nutritional value."
Η προσθήκη γεύματος λιναρόσπορου στο smoothie σας μπορεί να ενισχύσει τη θρεπτική του αξία.
"Farmers are increasingly using linseed meal as a sustainable protein source."
Οι αγρότες χρησιμοποιούν ολοένα και περισσότερο το γεύμα λιναρόσπορου ως βιώσιμη πηγή πρωτεΐνης.
"Linseed meal is often favored in organic farming for its natural benefits."
Το γεύμα λιναρόσπορου προτιμάται συχνά στη βιολογική γεωργία για τα φυσικά του οφέλη.
Η λέξη "linseed" προέρχεται από τη μέση αγγλική "linseed," που αναφέρεται στο φυτό λινάρι (Linum usitatissimum). Η προσθήκη του "meal" προέρχεται από την παλαιά αγγλική "melu," που σημαίνει σκόνη ή αλεύρι.
Συνώνυμα: - Λιναρόσπορος (ως τρόφιμο) - Συστατικό πρωτεΐνης
Αντώνυμα: - Αποδοχή τροφής (γενικά, αδιαφορία για γεύση) - Διαιτητική φτώχεια (σε σχέση με άλλες πηγές πρωτεΐνης)