Το "lip-" μπορεί να αναφέρεται σε ένα πρόθεμα που σχετίζεται με την περιοχή των χειλιών ή ως μέρος μιας λέξης. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ωστόσο, χρησιμοποιείται ως ένα διακριτικό τμήμα λέξεων και δεν αποτελεί αυτοτελή λέξη.
/ lɪp /
Η λέξη "lip" αναφέρεται στα χείλη, τα εξωτερικά ανατομικά στοιχεία του στόματος. Στη γλώσσα των Αγγλικών, "lip" χρησιμοποιείται για να περιγράψει είτε τα όργανα του στόματος είτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες εκφράσεις.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή, και χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά και στο γραπτό κείμενο.
His lips were chapped from the cold weather.
(Τα χείλη του ήταν σκασμένα από τον κρύο καιρό.)
She applied lipstick to enhance her lips.
(Εφάρμοσε κραγιόν για να τονίσει τα χείλη της.)
He spoke with his lips pursed.
(Μίλησε με τα χείλη σφιγμένα.)
Η λέξη "lip" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές ενδεικτικές:
Keep your lips sealed: Don't say anything.
(Κράτα τα χείλη σου κλειστά – Μην πεις τίποτα.)
Lip service: Insincere expression of support.
(Λόγια στήριξης – Ανειλικρινής έκφραση υποστήριξης.)
Bite your lip: To suppress an emotion or reaction.
(Δαγκώνω τα χείλη μου – Να καταπιέζω μια συναισθηματική αντίδραση.)
Speak from the lips: To speak without considering the truth.
(Μιλάω από τα χείλη – Να μιλάω χωρίς να σκέφτομαι την αλήθεια.)
Pursed lips: A sign of disapproval or anger.
(Σφιγμένα χείλη – Ένδειξη αποδοκιμασίας ή θυμού.)
Η λέξη "lip" προέρχεται από την Παλαιά Αγγλική λέξη "lippa", η οποία έχει τις ρίζες της στη Γερμανική γλώσσα.
Συνώνυμα: - Mouth corner - Edge
Αντώνυμα: - None (Η λέξη δεν έχει σαφή αντίθετα, καθώς αναφέρεται σε συγκεκριμένο μέρος του σώματος.)