Η φράση "lip-deep" είναι επίθετο.
/lɪp dip/
Η φράση "lip-deep" υποδηλώνει ότι κάτι είναι σε βάθος μέχρι τα χείλη, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά. Στις περισσότερες περιπτώσεις, χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε ένα βαθμό συμμετοχής ή εμπλοκής, συχνά με αρνητική διάθεση, υποδηλώνοντας ότι κάποιος είναι επιφανειακά ή ελάχιστα εμπλεκόμενος.
Η φράση χρησιμοποιείται συχνά τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο κοινή στα γραπτά, ειδικά σε περιβάλλοντα που εξετάζουν τη συμμετοχή ή τις επενδύσεις σε δραστηριότητες ή υποθέσεις.
Αυτός είναι μόνο επιφανειακά εμπλεκόμενος στο έργο και δεν νοιάζεται πραγματικά για το αποτέλεσμα.
They were lip-deep in negotiations but never made a real commitment.
Η φράση "lip-deep" μπορεί να εμφανίζεται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, όπως οι παρακάτω:
Είναι επιφανειακά γεμάτος από δικαιολογίες αντί να αναλαμβάνει την ευθύνη.
The project is only lip-deep; no one is genuinely engaged.
Το έργο είναι μόνο επιφανειακά εμπλεκόμενο; Κανένας δεν είναι γνήσια ενταγμένος.
She has lip-deep interest in the club but never attends meetings.
Έχει επιφανειακό ενδιαφέρον για τον σύλλογο αλλά ποτέ δεν παρακολουθεί τις συνεδριάσεις.
His lip-deep commitment to the charity is evident in his lack of donations.
Η φράση "lip-deep" προέρχεται από την πρόθεση "lip" (χείλι) και "deep" (βαθύς), υποδηλώνοντας την ιδέα ότι κάτι είναι μόνο επιφανειακό ή ελάχιστα εμβαθυσμένο.
Συνώνυμα: - superficial (επιφανειακός) - shallow (ρηχός)
Αντώνυμα: - deep (βαθύτερος) - profound (βαθύς, ουσιαστικός)