Ουσιαστικό
/ˈlɪpəˌfɔr/
λιποφόρο (σπάνια χρήση)
Το "lipophore" αναφέρεται σε μια δομή ή παράγοντα που εμπλέκεται στη μεταφορά ή αποθήκευση λιπιδίων (λιπαρών ουσιών) στον οργανισμό. Χρησιμοποιείται κυρίως στη βιολογία και τη βιοχημεία για να περιγράψει συστατικά που σχετίζονται με τη λιπογένεση ή την αποθήκευση λιπών.
Ωστόσο, πρόκειται για μια σπάνια λέξη που δεν χρησιμοποιείται ευρέως στον προφορικό ή γραπτό λόγο. Συχνά οι επισημάνσεις που σχετίζονται με τη βιολογία και την ανατομία περιλαμβάνουν τέτοιους ειδικούς όρους, οι οποίοι είναι συνηθέστεροι στα επιστημονικά κείμενα παρά στην καθημερινή ομιλία.
Η μελέτη επικεντρώθηκε στο ρόλο των λιποφόρων στην μεταβολισμό των λιπών.
Researchers identified a new type of lipophore in the cellular membranes.
Το "lipophore" δεν είναι κοινός όρος που να χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς η χρήση του περιορίζεται στην επιστημονική γλώσσα. Ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με άλλους επιστημονικούς όρους για να δημιουργήσει κάποιες σημαντικές εκφράσεις μέσα σε βιολογικά ή βιοχημικά πλαίσια.
Τα λιποφόρα είναι κρίσιμα για την κατανόηση των μηχανισμών μεταφοράς λιπιδίων στα κύτταρα.
The interplay between lipophores and enzymes is significant in metabolic disorders.
Η αλληλεπίδραση μεταξύ λιποφόρων και ενζύμων είναι σημαντική σε μεταβολικές διαταραχές.
Advances in technology have allowed for a better analysis of lipophore functions in various tissues.
Η λέξη "lipophore" προέρχεται από τα ελληνικά "λίπος" (lipos), που σημαίνει "λίπος" και το "φόρος" (phore), που σημαίνει "φορέας" ή "μεταφορέας". Αυτός ο συνδυασμός υποδηλώνει μια δομή που φέρει ή μεταφέρει λιπαρές ουσίες.
Συνώνυμα: - Lipid carrier (φορέας λιπιδίων)
Αντώνυμα: - None (δεν υπάρχουν ευρέως αναγνωρισμένα αντώνυμα λόγω της εξειδικευμένης φύσης του όρου)
Το "lipophore" είναι ένας εξειδικευμένος επιστημονικός όρος που χρησιμοποιείται κυρίως στη βιολογία και τη βιοχημεία, με περιορισμένη χρήση έξω από αυτά τα πλαίσια.