Η φράση "liquefied natural gas" (LNG) αποτελεί ουσιαστικό.
/ˈlɪkwəˌfaɪd ˈnæʧərəl ɡæs/
Το "liquefied natural gas" αναφέρεται στο φυσικό αέριο που έχει υγροποιηθεί, κυρίως μέσω της διαδικασίας ψύξης, για να διευκολυνθεί η αποθήκευση και η μεταφορά του. Το LNG χρησιμοποιείται ευρέως ως καύσιμο σε διάφορες εφαρμογές, συμπεριλαμβανομένων των σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και των πλοίων. Είναι πιο κοινό στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε τεχνικές και εμπορικές αναφορές.
Η επέκταση της υποδομής υγροποιημένου φυσικού αερίου είναι κρίσιμη για την ενεργειακή ασφάλεια.
New regulations are being proposed for the transport of liquefied natural gas.
Νέοι κανονισμοί προτείνονται για τη μεταφορά υγροποιημένου φυσικού αερίου.
Countries are investing in liquefied natural gas as a cleaner alternative to coal.
Η φράση "liquefied natural gas" χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένα πλαίσια, αλλά δεν έχει ευρέως διαδεδομένες ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με κάποιες σχετικές φράσεις:
Η ζήτηση για υγροποιημένο φυσικό αέριο εκτοξεύεται λόγω των πρωτοβουλιών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Liquefied natural gas plays a pivotal role in diversifying energy sources.
Το υγροποιημένο φυσικό αέριο παίζει καθοριστικό ρόλο στην εδραίωση ποικίλων πηγών ενέργειας.
Investors are keen on the liquefied natural gas market given its growing importance.
Η φράση "liquefied natural gas" προέρχεται από τρεις λέξεις: - Liquefied: Από το λατινικό "liquefacere", που σημαίνει "να γίνω υγρός". - Natural: Από το λατινικό "naturalis", που σχετίζεται με τη φύση. - Gas: Από το ελληνικό "χέω" (kheō), το οποίο σημαίνει "ρέω" ή "να ρέει".