"Liquid fire" είναι ένα σύνθετο ουσιαστικό.
/ˈlɪkwɪd faɪər/
Η έκφραση "liquid fire" αναφέρεται συνήθως σε μια επικίνδυνη ή καυτή ουσία που μπορεί να προκαλέσει μεγάλες ζημίες ή εγκαύματα. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται μεταφορικά για να περιγράψει κάτι πολύ έντονο ή παθιασμένο, όπως συναισθήματα ή ιδέες. Χρησιμοποιείται συχνά σε τομείς όπως η χημεία ή οι περιγραφές κινδύνων.
Η συχνότητα χρήσης αυτού του όρου είναι σχετικά σπάνια, περισσότερο σε γραπτό λόγο και ταξιδευτές που ασχολούνται με επιστημονικές ή καλλιτεχνικές περιγραφές.
The scientist warned about the dangers of handling liquid fire.
Ο επιστήμονας προειδοποίησε για τους κινδύνους της χειρισμού της υγρής φωτιάς.
She described her anger as liquid fire, burning through her veins.
Περιέγραψε την οργή της ως υγρή φωτιά, που καίει μέσα στις φλέβες της.
Η φράση "liquid fire" δεν είναι πολύ συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα συμφραζόμενα.
His temper was like liquid fire during the argument.
Ο θυμός του ήταν σαν υγρή φωτιά κατά τη διάρκεια της συζήτησης.
The performance was filled with liquid fire, pushing the audience to their limits.
Η παράσταση ήταν γεμάτη υγρή φωτιά, ωθώντας το κοινό στα όριά του.
The artist's passion for her craft was liquid fire, igniting her creativity.
Το πάθος της καλλιτέχνιδας για την τέχνη της ήταν υγρή φωτιά, ανάβοντας τη δημιουργικότητά της.
Το "liquid" προέρχεται από το λατινικό "liquidus," που σημαίνει "υγρός," και το "fire" προέρχεται από την αρχαία αγγλική λέξη "fyr," που σημαίνει φωτιά.
Συνώνυμα: - Molten substance (λιωμένη ουσία) - Fiery liquid (φλογερό υγρό)
Αντώνυμα: - Solid matter (στερεή ύλη) - Cool substance (δροσερή ουσία)