Liquid-packed είναι επίθετο.
[ˈlɪkwɪd pækt]
Το liquid-packed αναφέρεται σε κάτι που είναι συσκευασμένο ή γεμισμένο με υγρό. Χρησιμοποιείται συχνά σε συζητήσεις σχετικά με τρόφιμα, ποτά ή προϊόντα που βρίσκονται σε υγρή μορφή. Η χρήση της είναι συχνή στις βιομηχανίες τροφίμων και συσκευασίας, καθώς και σε καταστάσεις που αφορούν την αποθήκευση προϊόντων.
Η συχνότητα χρήσης είναι σχετικά πιο αυξημένη σε γραπτό κείμενο, όπως τεχνικές περιγραφές και διαφημίσεις προϊόντων, παρά στον προφορικό λόγο.
Τα φρούτα που είναι σφραγισμένα με υγρό είναι ιδανικά για smoothies.
She enjoys liquid-packed soups for a quick meal.
Αυτή απολαμβάνει τις σούπες σφραγισμένες με υγρό για ένα γρήγορο γεύμα.
The factory produces liquid-packed vegetables that have a long shelf life.
Το liquid τείνει να χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, αν και ο όρος liquid-packed είναι λιγότερο κοινός ως μέρος αυτών. Μερικές γνωστές εκφράσεις περιλαμβάνουν:
Τα υγρά περιουσιακά στοιχεία είναι συχνά πιο εύκολα να μετατραπούν σε μετρητά.
He was in a liquid state of mind after the party.
Ήταν σε μια υγρή κατάσταση μυαλού μετά το πάρτι.
They decided to liquidate their assets.
Αποφάσισαν να ρευστοποιήσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία.
Stay in a liquid position for better investment opportunities.
Η λέξη liquid προέρχεται από το λατινικό "liquidus" που σημαίνει «υγρός» ή «ροής». Το "packed" προέρχεται από το γαλλικό "paquet" και το αγγλικό "pack", που αναφέρεται στη διαδικασία συσκευασίας ή γεμίσματος.
Συνώνυμα: - Moist-packed - Fluid-packed
Αντώνυμα: - Solid-packed - Dry-packed
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα του όρου "liquid-packed", καθώς και τη χρήση του στο αγγλικό λεξιλόγιο.