lithologic - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

lithologic (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Lithologic είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/lɪθəˈlɒdʒɪk/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "lithologic" αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με τη λιθολογία, η οποία είναι η επιστήμη που εξετάζει τις πέτρες και τους σχηματισμούς των πετρωμάτων. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γεωλογικά και επιστημονικά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι πιο συνηθισμένη σε γραπτά κείμενα, όπως επιστημονικά άρθρα και βιβλία, παρά στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. The lithologic characteristics of the rock layer indicate a volcanic origin.
  2. Οι λιθολογικές χαρακτηριστικές του στρώματος των πετρών υποδεικνύουν ηφαιστειακή προέλευση.

  3. A detailed lithologic study was conducted to understand the stratigraphy of the area.

  4. Μια λεπτομερής λιθολογική μελέτη πραγματοποιήθηκε για να κατανοήσουμε τη στρωματογραφία της περιοχής.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "lithologic" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς είναι περισσότερο τεχνικός όρος. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε επιστημονικά ή εκπαιδευτικά συμφραζόμενα:

  1. Lithologic analysis is crucial for understanding the geological history of an area.
  2. Η λιθολογική ανάλυση είναι κρίσιμη για την κατανόηση της γεωλογικής ιστορίας μιας περιοχής.

  3. The lithologic profile reveals changes in environmental conditions over time.

  4. Το λιθολογικό προφίλ αποκαλύπτει αλλαγές στις περιβαλλοντικές συνθήκες με την πάροδο του χρόνου.

  5. Geologists often refer to lithologic maps when studying terrain features.

  6. Οι γεωλόγοι συχνά αναφέρονται σε λιθολογικούς χάρτες όταν μελετούν τα χαρακτηριστικά του εδάφους.

Ετυμολογία

Η λέξη "lithologic" προέρχεται από το ελληνικό "λίθος" (λίθος) που σημαίνει "πέτρα" και το λάτιν "logos" που σημαίνει "λόγος" ή "επιστήμη". Η σύνθεσή τους υποδεικνύει τη μελέτη πετρωμάτων.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Geological (γεωλογικός) - Petrological (πετρολογικός)

Αντώνυμα: - Unrelated (άσχετος) - Non-geological (μη γεωλογικός)

Το "lithologic" είναι ειδικός όρος που χρησιμοποιείται κυρίως στο πλαίσιο της γεωλογίας και της επιστημονικής έρευνας.



25-07-2024