Ο συνδυασμός λέξεων "little-investigated" αναφέρεται σε κάτι που έχει ερευνηθεί ή εξερευνήσει σε μικρό βαθμό. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει περιοχές γνώσης, θέματα ή ζητήματα που δεν έχουν υποβληθεί σε εκτενή ή συστηματική ανάλυση. Παρουσιάζει μια κατάσταση όπου υπάρχει έλλειψη γνώσης ή ερευνών γύρω από ένα συγκεκριμένο ζήτημα.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι περιορισμένη, κυρίως εμφανίζεται σε ακαδημαϊκό ή τεχνικό γραπτό λόγο, όπου οι συγγραφείς θέλουν να επισημάνουν την ανάγκη για περισσότερη έρευνα σε συγκεκριμένα θέματα.
Οι επιδράσεις αυτής της θεραπείας σε σπάνιες ασθένειες είναι ακόμα λίγες ερευνημένες.
Topics related to climate change are often little-investigated in developing countries.
Τα θέματα που σχετίζονται με την αλλαγή του κλίματος συχνά είναι λίγο ερευνημένα στις αναπτυσσόμενες χώρες.
The field of quantum biology remains largely little-investigated despite its potential.
Ο συνδυασμός "little-investigated" δεν συναντάται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά ακούμε τη χρήση της σε επιστημονικά και ακαδημαϊκά συμφραζόμενα. Εδώ είναι κάποιες παραδείγματα της φράσης σε σχετικές ιδιωματικές ή επιστημονικές περιπτώσεις:
Τα λίγο ερευνημένα πεδία της επιστήμης θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε επαναστατικές ανακαλύψεις.
There are many little-investigated factors that could affect the outcome of the experiment.
Υπάρχουν πολλοί ελάχιστα εξερευνήσιμοι παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα του πειράματος.
In medicine, pursuing little-investigated diseases can result in new treatment options.
Η λέξη "little-investigated" συντίθεται από το "little", που προέρχεται από την αρχαία αγγλικά "lyt" και σημαίνει "μικρός" ή "λίγος", και το ρήμα "investigate" που προέρχεται από τη λατινική λέξη "investigare" και σημαίνει "εξετάζω" ή "ανακαλύπτω".
Neglected (παραμελημένο)
Αντώνυμα: