Το "livered oil" δεν φαίνεται να είναι μια κοινά αναγνωρίσιμη φράση ή όρος στην αγγλική γλώσσα, αλλά αν υποθέσουμε ότι αναφέρεται σε "liver oil", το οποίο είναι γνωστό ως "λιπαρό έλαιο", τότε αυτό είναι ουσιαστικό.
/lɪvərd ɔɪl/
Το "livered oil" ή "liver oil" αναφέρεται συνήθως σε έλαια που προέρχονται από συκώτια, όπως το έλαιο από συκώτι ιππόκαμπου ή άλλες πηγές και είναι γνωστό για τις ευεργετικές του ιδιότητες, ιδιαίτερα όσον αφορά τα ωμέγα-3 λιπαρά οξέα και τις βιταμίνες A και D. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά και διατροφικά πλαίσια.
Η χρήση του "livered oil" είναι περισσότερο συνδεδεμένη με το γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε ιατρικά έγγραφα, άρθρα ή βιβλία σχετικά με τη διατροφή και την υγεία.
I recently started taking liver oil as a dietary supplement.
Πρόσφατα άρχισα να παίρνω λιπαρό έλαιο ως συμπλήρωμα διατροφής.
Liver oil is rich in essential fatty acids.
Το λιπαρό έλαιο είναι πλούσιο σε απαραίτητα λιπαρά οξέα.
Many people take liver oil for its health benefits.
Πολλοί άνθρωποι παίρνουν λιπαρό έλαιο για τα οφέλη του στην υγεία.
Αν και η φράση "livered oil" ή "liver oil" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, η έννοια του "liver" μπορεί να εμφανίζεται σε κάποιες εκφράσεις ή συζητήσεις:
"To have a liver of iron" - This means to have great endurance or health.
"Να έχεις συκώτι από σίδερο" - Αυτό σημαίνει να έχεις μεγάλη αντοχή ή υγεία.
"Liver and onions" - A traditional dish indicating simplicity and comfort food.
"Συκώτι με κρεμμύδια" - Ένα παραδοσιακό πιάτο που υποδηλώνει απλότητα και φαγητό άνεσης.
"Liver spots" - Refers to age spots on the skin.
"Σημάδια από συκώτι" - Αναφέρεται σε σημάδια γήρανσης στο δέρμα.
Η λέξη "liver" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "lifer", που σημαίνει "το συκώτι", και "oil" προέρχεται από τη λατινική "oleum", που σημαίνει "έλαιο". Συγκεντρωτικά, η έννοια του "liver oil" έχει εμφανιστεί σε αρχαίες ιατρικές πρακτικές.