Ουσιαστικό
/ˈlɪzərd/
Η λέξη "lizard" αναφέρεται σε μια κατηγορία ερπετών που ανήκουν στην οικογένεια των σαυρών. Οι σαύρες χαρακτηρίζονται από το μακρύ σώμα, τα τέσσερα άκρα και συχνά τον εδαφικό τρόπο ζωής τους. Υπάρχουν πολλές ποικιλίες σαυρών, οι οποίες μπορεί να διαφέρουν σε μέγεθος, χρώμα και συνήθειες.
Η λέξη "lizard" χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό και προφορικό λόγο, και θεωρείται ευρέως κατανοητή. Η συχνότητα χρήσης της ποικίλλει, αλλά είναι πιο κοινή σε επιστημονικά ή φυσιολατρικά συμφραζόμενα.
Η σαύρα γρήγορα έτρεξε πέρα από την καυτή άμμο.
She found a green lizard resting on the rock.
Βρήκε μια πράσινη σαύρα να ξεκουράζεται πάνω στην πέτρα.
Many lizards can change color to blend in with their environment.
Η λέξη "lizard" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί η αναφορά της σε κάποιες εκφράσεις που σχετίζονται με την ευελιξία ή την προσαρμοστικότητα.
"Είναι τόσο ελισσόμενος όπως μια σαύρα."
"Lizard brain"
Η λέξη "lizard" προέρχεται από το αρχαίο Γαλλικό "lizard", το οποίο έχει τις ρίζες του στο Λατινικό "lacerta", που σημαίνει "σαύρα".
Συνώνυμα: - σαύρα - ερπετό
Αντώνυμα: - θηλαστικό - πτηνό