Load: Ρήμα και ουσιαστικό.
/loʊd/
Η λέξη load μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ρήμα και ως ουσιαστικό. Ως ρήμα, σημαίνει να τοποθετείς κάτι πάνω ή μέσα σε κάποιον ή κάτι, συνήθως με σκοπό τη μεταφορά. Ως ουσιαστικό, αναφέρεται στο φορτίο ή το βάρος που μεταφέρεται ή πρέπει να γίνει αποδεκτό.
Στην αγγλική γλώσσα, η λέξη load χρησιμοποιείται συχνά σε ποικίλα συμφραζόμενα, όπως στη μεταφορά αγαθών, στην τεχνολογία και στους υπολογιστές, όπως "loading a page" (φόρτωση μιας σελίδας). Η χρήση της είναι συχνή και στο προφορικό και στο γραπτό πλαίσιο.
Χρειάζομαι να φορτώσω το φορτηγό με έπιπλα.
The download will start to load soon.
Η λήψη θα αρχίσει να φορτώνεται σύντομα.
Make sure to check the load capacity of the elevator.
Η λέξη load χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις. Ακολουθούν ορισμένες από αυτές:
"Μετά την αποκάλυψη της αλήθειας, ένιωσα μια λύση από το μυαλό μου."
Load up on
"Πρέπει να φορτώσεις με σνακ για το πάρτι."
Under load
Η λέξη "load" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "lād," που σημαίνει "φορτίο, βάρος" και έχει ρίζες σε γερμανικές γλώσσες, όπως τα γερμανικά "ladung" και "laden," που σημαίνουν "φορτίο" και "φορτώνω."
Συνώνυμα: - Burden (βάρος) - Freight (φορτίο) - Cargo (φορτίο)
Αντώνυμα: - Unload (ξεφορτώνω) - Empty (άδειο)