Ο συνδυασμός "load-bearing part" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/loʊd ˈbɛərɪŋ pɑrt/
Η φράση "load-bearing part" αναφέρεται σε τμήμα μιας κατασκευής (όπως κτίρια ή γέφυρες) που υποστηρίζει ή φέρει το βάρος της δομής. Χαρακτηρίζεται ως ουσιαστική έννοια στη μηχανική, αρχιτεκτονική και κατασκευές.
The load-bearing part of the building was reinforced to ensure stability.
(Το φορτίο-φέρουσα μέρος του κτιρίου ενισχύθηκε για να διασφαλιστεί η σταθερότητα.)
Engineers must carefully analyze the load-bearing part before construction.
(Οι μηχανικοί πρέπει να αναλύσουν προσεκτικά το φορτίο-φέρουσα μέρος πριν την κατασκευή.)
Η φράση "load-bearing part" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, σχετικές έννοιες μπορούν να περιλαμβάνουν δηλώσεις απλούς που αφορούν τη σταθερότητα ή τη βασική δομή:
“In construction, each load-bearing part is crucial for integrity.”
(Στην κατασκευή, κάθε φορτίο-φέρουσα μέρος είναι κρίσιμη για την ακεραιότητα.)
“The engineer emphasized the need for a robust load-bearing part.”
(Ο μηχανικός τόνισε την ανάγκη για ένα ανθεκτικό φορτίο-φέρουσα μέρος.)
Η φράση "load-bearing part" προέρχεται από τις λέξεις "load" (φορτίο) και "bearing" (φέρουν/στήριξη), οι οποίες έχουν ρίζες στη μέση αγγλική γλώσσα και χρησιμοποιούνται στη σύγχρονη αγγλική για να περιγράψουν δομικές λειτουργίες.