Το "loanable" είναι επίθετο.
/ˈloʊ.nə.bəl/
Η λέξη "loanable" αναφέρεται σε κάτι που μπορεί να δανειστεί ή να παραχωρηθεί ως δάνειο. Χρησιμοποιείται συχνά σε οικονομικά και χρηματοπιστωτικά συμφραζόμενα για να περιγράψει κεφάλαια ή αγαθά που είναι διαθέσιμα προς δανεισμό. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο, όπως σε οικονομικές αναφορές ή ακαδημαϊκά κείμενα.
Το "loanable" δεν είναι καθημερινή λέξη και εμφανίζεται κυρίως σε επαγγελματικά ή ακαδημαϊκά πλαίσια.
Τα δανειστέα κεφάλαια είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων.
The bank provides various loanable options for its customers.
Η τράπεζα παρέχει διάφορες δανειστές επιλογές για τους πελάτες της.
He found several loanable items for his project at the library.
Η λέξη "loanable" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε οικονομικούς όρους και εκφράσεις που σχετίζονται με τη χρηματοδότηση. Εδώ είναι μερικές προτάσεις όπου μπορεί να χρησιμοποιηθεί:
Η έννοια των δανειστέων κεφαλαίων είναι κρίσιμη για την κατανόηση των επιτοκίων.
In an economy with loanable resources, investment opportunities increase.
Σε μια οικονομία με δανειστέους πόρους, οι ευκαιρίες επένδυσης αυξάνονται.
Loanable assets were a key factor in the company's expansion.
Η λέξη "loanable" προέρχεται από τη λέξη "loan" (δάνειο) με την προσθήκη της κατάληξης "-able", που δείχνει την ικανότητα ή τη δυνατότητα.
Συνώνυμα: - Borrowable - Rentable
Αντώνυμα: - Non-loanable - Unavailable for loan