Λέξη: lobworm
Μέρος του λόγου: ουσιαστικό
Διεθνές φωνητικό αλφάβητο: /ˈlɒb.wɜːm/
Το lobworm αναφέρεται σε ένα είδος σκουληκιού, το οποίο συνήθως βρίσκουμε σε υγρά και λάσπινες περιοχές, όπως οι αμμόλοφοι και οι παραλίες. Είναι γνωστά για τη χρήση τους ως δόλωμα στην αλιεία, καθώς προσελκύουν πολλά ψάρια. Η χρήση του σχετίζεται περισσότερο με τον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε περιγραφές που σχετίζονται με τον τομέα της αλιείας ή της βιολογίας.
Ο ψαράς χρησιμοποίησε ένα σκουλήκι λόβο ως δόλωμα για την αλιευτική του εξόρμηση.
Lobworms are often found in the damp soil of gardens and parks.
Τα σκουλήκια λόβο βρίσκονται συχνά στο υγρό έδαφος των κήπων και των πάρκων.
He explained how to dig for lobworms effectively.
Το lobworm δεν είναι συνήθως μέρος κυριολεκτικών ιδιωματικών εκφράσεων. Όμως, μπορούν να δημιουργηθούν κάποιες εκφράσεις που βασίζονται στη σημασία του.
"Η αλιεία με ένα σκουλήκι λόβο μπορεί πραγματικά να φέρει τα μεγάλα ψάρια."
"Don't be afraid to get your hands dirty while searching for lobworms."
"Μην φοβάσαι να λερωθείς ενώ ψάχνεις για σκουλήκια λόβο."
"A lobworm a day keeps the empty hooks away!"
Η λέξη lobworm προέρχεται από την Αγγλική γλώσσα, με "lob" που χρησιμοποιείται για να περιγράψει το πλάγιο σχήμα του σκουληκιού και "worm" που σημαίνει σκουλήκι. Αυτή η λέξη έχει ιστορικούς και τοπικούς δεσμούς με τη γεωργία και την αλιεία.
Συνώνυμα: earthworm, nightcrawler
Αντώνυμα: (δεν υπάρχουν προφανή αντώνυμα, καθώς είναι συγκεκριμένο όρος για ένα είδος σκουληκιού)